Χαρισματικοί Μαθητές: Γιατί Έχουν Ανάγκη Συμβουλευτικής Υποστήριξης;

«Χαρισματικό (gifted) ή ταλαντούχο (talented) είναι το άτομο που δείχνει ή έχει το δυναμικό για μία ιδιαίτερα υψηλή ή ξεχωριστή απόδοση σε έναν ή περισσότερους τομείς» (Τσιάμης, 2006). Η ανάγκη για συμβουλευτική υποστήριξη των χαρισματικών ατόμων έχει επισημανθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα και αφορά κυρίως τις κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν λόγω της ιδιαιτερότητάς τους. Τα χαρισματικά άτομα έχουν ανάγκες για συμβουλευτική υποστήριξη, καταρχήν όμοιες με εκείνες όλων των άλλων ανθρώπων. Επειδή όμως διαφέρουν αρκετά από τους άλλους  ως προς τα είδη και το επίπεδο των ιδιαίτερων ικανοτήτων και κινήτρων τους, ως προς τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν, αλλά και ως προς άλλα προσωπικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, χρειάζονται ιδιαίτερη συμβουλευτική αντιμετώπιση (Μαλικιώση-Λοϊζου, 2008).
Έχει προκύψει λοιπόν ότι τα χαρισματικά παιδιά έχουν ειδικές ανάγκες και χρειάζονται ειδική αντιμετώπιση, γιατί διαφέρουν σημαντικά από το μέσο άτομο. Κλινικοί και συμβουλευτικοί ψυχολόγοι που εργάζονται με χαρισματικά παιδιά και τις οικογένειές τους, δηλώνουν την ανάγκη ενασχόλησής τους με ζητήματα συναισθηματικής φύσεως που συνδέονται με τη χαρισματικότητά των παιδιών, όπως είναι για παράδειγμα, η ανάπτυξη ταυτότητας, η τελειομανία, η εσωστρέφεια, η ευαισθησία, οι σχέσεις με τους συνομιλήκους κ.ά. (Jackson & Peterson, 2003; Mendaglio, 2003; Peterson, 2003; Silverman, 1993a). 
Σε αντίθεση με τη συνήθη εκπαιδευτική και επαγγελματική συμβουλευτική που απαιτείται για όλους τους άλλους μαθητές καθώς πλησιάζουν στην αποφοίτηση από το Λύκειο, οι χαρισματικοί μαθητές – από τις χαμηλότερες τάξεις έως το Λύκειο- χρειάζονται επιπλέον βοήθεια σε διάφορα προσωπικά, κοινωνικά, οικογενειακά θέματα καθώς και στην επίλυση εκπαιδευτικών ή επαγγελματικής φύσεως προβλημάτων.
Πολλοί επιστήμονες εξειδικευμένοι στην εκπαίδευση των χαρισματικών μαθητών υποστηρίζουν ότι η συμβουλευτική και η καθοδήγηση είναι ουσιώδεις για την πλήρη ανάπτυξη των χαρισματικών παιδιών και θα έπρεπε να αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο κάθε προγράμματος υποστήριξης (π.χ. Bireley & Genshaft, 1991; Colangelo, 2003; Delisle, 1992; Gallagher, 1990, 1991a; Hebert, 2006; Landrum, 1987; Mahoney, 2006; Meckstroth, 2006; Neihart, 2006; Perrone, 1997; Robinson, 2006; Silverman, 1997; VanTassel-Baska, 1983; Webb, Meckstroth & Tolan, 2005).
Ένα δείγμα της ανάγκης για συμβουλευτική υποστήριξη αποτελεί το σύνηθες πρόβλημα της αίσθησης του διαφορετικού και της έλλειψης ταιριάσματος με την οικογένεια και τους φίλους στα χαρισματικά παιδιά και τους χαρισματικούς εφήβους. Οι ευφυείς μαθητές συχνά γίνονται ιδεαλιστές και η βαθυστόχαστη σκέψη τους συνοδεύεται από έντονο ενδιαφέρον για ζητήματα ηθικής και δικαιοσύνης. Τα προσωπικά και οικογενειακά τους προβλήματα περιλαμβάνουν διαμάχες με τα αδέλφια, τους συνομήλικους και κυρίως με τους γονείς (Peterson, 2008). Επίσης, σημαντικά ζητήματα αποτελούν η αντίσταση στην εξουσία, η κατάθλιψη, η απόσυρση και μερικές φορές ο αλκοολισμός, ο εθισμός στα ναρκωτικά, η αντικοινωνική συμπεριφορά, ακόμα και η αυτοκτονία (π.χ. Blakeley, 2000; Cross, 1996; Fleith, 2001).
Εκτός όμως από τις συναισθηματικές αυτές δυσκολίες, πολλοί από τους ταλαντούχους μαθητές αισθάνονται πλήξη με τα μαθήματα του σχολείου, γεγονός το οποίο συχνά τους οδηγεί σε απάθεια και χαμηλή επίτευξη (Rimm, 2008). Εντυπωσιακή είναι η εκτίμηση ότι ποσοστό 18% έως 25% των εγκαταλείψεων των σπουδών αφορούν χαρισματικούς μαθητές (Salorzano, 1983; Renzulli & Park, 2000). Σύμφωνα με τον Sadowski (1987), οι εγκαταλείψεις των σπουδών από αυτή την κατηγορία μαθητών συνδέονται κυρίως με οικογενειακές δυσκολίες, κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών, έλλειψη κινήτρου στο σχολείο, αντίσταση στην εξουσία, περιορισμένες σχέσεις με τους συνομηλίκους και δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής. Ο ίδιος αναφέρει ότι τόσο η συμβουλευτική υποστήριξη στο σχολείο όσο και η επικοινωνία με τους γονείς τους ήταν ανεπαρκείς.
Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να ευαισθητοποιείται η ακαδημαϊκή κοινότητα στις ιδιαιτερότητες των χαρισματικών παιδιών. Πέρα όμως από τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες αυτών των παιδιών, κρίνεται απαραίτητο να στραφεί η προσοχή στις αυξημένες ανάγκες τους για συμβουλευτική υποστήριξη με στόχο την αντιμετώπιση των συναισθηματικών δυσκολιών που συνοδεύουν τη χαρισματικότητα. Συνεπώς, καλούνται οι επαγγελματίες που θα υποστηρίξουν τους χαρισματικούς μαθητές να έχουν γνώση της ιδιαιτερότητας της ανάπτυξής τους ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις αναπτυξιακές και συναισθηματικές τους ανάγκες.

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από:
Αντωνίου, Α.-Σ., & Σωτηράκη, Κ. (2011). Επιτακτική η ανάγκη συμβουλευτικής υποστήριξης και στους χαρισματικούς μαθητές. Στο: Εταιρεία Ειδικής Παιδαγωγικής Ελλάδος (Επιμ.) Η Ειδική Αγωγή Αφετηρία Εξελίξεων στην Επιστήμη και την Πράξη (Τόμος Δ’, σελ. 264-276).  Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.

Δεν μπορώ να αποφασίσω τι να κάνω! Το δίλημμα της επαγγελματικής επιλογής...

Το πιο κοινό πρόβλημα με το οποίο πιθανότατα βρίσκονται αντιμέτωποι οι επαγγελματικοί σύμβουλοι είναι η δυσκολία στη λήψη επαγγελματικής απόφασης των πελατών. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο πελάτης δεν έχει τις επαγγελματικές πληροφορίες που του χρειάζονται για να βασίσει την απόφασή του.
Ο Ford (2002) υποστηρίζει ότι η αυτοεκτίμηση, ο βαθμός στον οποίο είναι ικανοποιημένος κανείς με τον εαυτό του, έχει βασική σημασία στην ικανότητα λήψης επαγγελματικής απόφασης. Η γνώση του εαυτού μέσω της επαγγελματικής συμβουλευτικής μπορεί να συμβάλει στην εδραίωση της αυτοεκτίμησης.
Μερικοί πελάτες ισχυρίζονται ότι δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους. Συχνά ακούμε τη δήλωση «δεν ξέρω τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μου».
Η έλλειψη μιας καλά διαφοροποιημένης αυτοαντίληψης μπορεί να είναι αναμενόμενη για έναν έφηβο πελάτη, καθώς οι έφηβοι βρίσκονται στη διαδικασία να διαχωριστούν ψυχολογικά από τους γονείς τους και να αναπτύξουν μια ανεξάρτητη ταυτότητα (Erikson, 1971). Όμως, και πολλοί ενήλικοι που έρχονται για επαγγελματική συμβουλευτική δεν έχουν ξεκάθαρη αυτοαντίληψη. Αυτοί οι πελάτες συχνά ζητούν βοήθεια για την αξιολόγηση των ταλέντων τους, έτσι ώστε να είναι καλύτερα εξοπλισμένοι για την επαγγελματική κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν. Άλλοι πελάτες ισχυρίζονται ότι δεν τους αρέσει ο εαυτός τους.
Πιστεύουν ότι έχουν αυτογνωσία, αλλά υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση και χρειάζονται βοήθεια για την ανάπτυξή τους.
Άλλα προβλήματα λήψης απόφασης που μπορούν να αποκαλυφθούν κατά την επαγγελματική συμβουλευτική (O’Connell, 1998) είναι:
• Οι πιέσεις από τρίτους για συγκεκριμένη επαγγελματική κατεύθυνση
• Μία σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών πλευρών του εαυτού, π.χ. ο δημιουργικός και ο συμβατικός εαυτός
• Ο φόβος να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της αποτυχίας
• Η μη ανάληψη ευθύνης για τη λήψη απόφασης
• Η σύγκρουση ανάμεσα στις επαγγελματικές και στις προσωπικές ανάγκες
• Ο φόβος επιτυχίας που λειτουργεί παράλληλα με το φόβο της αποτυχίας και οδηγεί σε παντελή αδυναμία λήψης αποφάσεων
Ο επαγγελματικός σύμβουλος καλείται να βοηθήσει τον πελάτη ώστε να προσδιορίσει, να αναγνωρίσει και να κατανοήσει καλύτερα κάποια παράλογη ιδέα που έχει για τον εαυτό του ή κάποια ασυνείδητη σύγκρουση που δυσχεραίνει τη λήψη απόφασης. Ειδικά στην περίπτωση κάποιου εξαρτημένου πελάτη, ο οποίος θέλει ο σύμβουλος να αναλάβει την ευθύνη της λήψης απόφασης, χρειάζεται, στο στάδιο της σύναψης του συμβολαίου, να καθορίζεται σαφώς ότι η ευθύνη ανήκει στον ίδιο.
Η χρόνια αποφασιστικότητα, η οποία εμφανίζεται συχνά όχι μόνο στον τομέα της επαγγελματικής απόφασης, αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του πελάτη, απαιτεί παραπομπή για προσωπική συμβουλευτική (Nathan & Hill, 2006).

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις ιστοσελίδες http://www.chiospress.gr/ & http://www.e-psychology.gr/