Κοινωνική Δικτύωση και Εφηβεία: Εσύ πόσους "Friends" έχεις;



Τα κοινωνικά δίκτυα είναι μέρος των εφαρμογών της νέας έκδοσης του παγκόσμιου ιστού που αναφέρεται και ως Web2.0. Οι διαδικτυακές πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων επιτρέπουν την επικοινωνία μέσω υπολογιστή, με στόχο οι χρήστες να “παράγουν” και να μοιράζονται πληροφορίες και περιεχόμενο. Όπως αναφέρει η αρχική σελίδα της Ελληνικής έκδοσης του Facebook “Χάρη στο Facebook, συνδέεστε με τους κοντινούς σας ανθρώπους και μοιράζεστε πράγματα μαζί τους”.
Στοιχεία του 2010 από την ίδια έρευνα (EU KIDS Online) δείχνουν ότι στην Ελλάδα το Facebook αποτελεί την πλατφόρμα επιλογής για το 51% των παιδιών ηλικίας 9-16 ετών που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και για το 93% των χρηστών κοινωνικών δικτύων. Οι βασικές λειτουργίες στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι η δημιουργία και επεξεργασία του προφίλ, το friending – δηλαδή η οργάνωση και διαχείριση των “φίλων”, και ο σχολιασμός – επικοινωνία. Πρόσθετες λειτουργίες είναι η ανάρτηση μηνυμάτων αλλά και προσκλήσεων σε εκδηλώσεις και συνδέσμων, το “κατέβασμα” βίντεο και μουσικής, το “ανέβασμα” μουσικής, η ενημέρωση του status, η ανάρτηση φωτογραφιών, το blogging, και η δημιουργία και η κοινή χρήση εικονικών αντικειμένων.

Ο βασικός λόγος που οι έφηβοι κάνουν χρήση των κοινωνικών δικτύων είναι για να μένουν συνδεδεμένοι με τους φίλους τους (Lenhart & Madden, 2005). Το 83% των εφήβων χρηστών έχουν προσθέσει σχόλια σε φωτογραφίες που ανήρτησαν οι φίλοι τους, ενώ 77% έχουν αναρτήσει δημόσια μηνύματα σε σελίδες φίλων και περίπου οι μισοί στέλνουν μηνύματα ή συνομιλούν (chat) μέσα από αυτές τις ιστοσελίδες (Lenhart et al., 2010). Τα κοινωνικά δίκτυα παρέχουν πολλαπλά επικοινωνιακά μέσα στους χρήστες του, όπως η ανάρτηση προσκλήσεων σε εκδηλώσεις και παρακολούθηση blogs φίλων. Ενώ το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι ο πιο συνήθης τρόπος διαδικτυακής επικοινωνίας για ενηλίκους, τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν πλέον το βασικό εργαλείο διαδικτυακής επικοινωνίας για τους εφήβους (Boyd & Jenkins, 2006).

Οι σημερινοί έφηβοι αποτελούν μία μοναδική γενιά. Γεννήθηκαν μετά το νέο κύμα της άνθησης της διαδικτυακής τεχνολογίας και νέων εφαρμογών και είναι “σημαδεμένοι” από τα διαδικτυακά μέσα επικοινωνίας. Πολλές από τις συμπεριφορές των σημερινών εφήβων είναι παρόμοιες με εκείνες των προηγούμενων γενεών. Ανέκαθεν κυριαρχούσε η συμμόρφωση προς τους συνομηλίκους, η σύγκρουση με τους ενήλικες και η ανάγκη για σταδιακή ανεξαρτησία. Ο τρόπος με τον οποίον επικοινωνούν οι έφηβοι της γενιάς του διαδικτύου έχει αλλάξει δραστικά αλλά η σημασία των σχέσεων με τους συνομήλικους παραμένει ισχυρή και αναλλοίωτη. Οι κοινωνικές εκφράσεις, η γλώσσα και οι πρακτικές μπορεί να έχουν αλλάξει αλλά η βασική ανάγκη του “ανήκειν” και της επικοινωνίας με τους συνομηλίκους μένει απαράλλακτη. Η νεολαία πάντα είχε την ανάγκη να συναθροίζεται, να δημιουργεί παρέες και “κλίκες”. Αυτό που γινόταν στο παρελθόν στη γειτονιά ή αργότερα στο εμπορικό κέντρο, τώρα γίνεται στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Τα κοινωνικά δίκτυα συχνά συγκρίνονται με τα “στέκια” των προηγούμενων γενεών (Muri, 2009). Οι συγκρούσεις μεταξύ των συνομηλίκων και οι προβληματικές συμπεριφορές, αντίστοιχα, έχουν μετατοπισθεί στο διαδίκτυο. Κάποια από τα προβλήματα είναι παλιά – όπως οι περιπτώσεις του εκφοβισμού (bullying) – που απλά μεταφέρθηκαν στο διαδικτυακό περιβάλλον (και έγιναν cyber-bullying). Όπως επεσήμανε ο Goodstein “οι διαδικτυωμένοι έφηβοι εξακολουθούν να πειραματίζονται με διαφορετικές ταυτότητες, ανάμεσα σε παρορμητικότητα και ιδεαλισμό, την υπευθυνότητα, την αίσθηση του αήττητου, τη διαχείριση των σωματικών αλλαγών, την απομάκρυνση από τους γονείς και τη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων με φίλους (2007, σελ.2).

Το διαδίκτυο έχει επανακαθορίσει τους τρόπους και τα μέσα που εκφράζουν τις αναπτυξιακές ανησυχίες τους οι έφηβοι. Για τη γενιά του διαδικτύου η αποδοχή από τους συνομήλικους, η αυτο-αξιολόγηση του εαυτού και η διαπραγμάτευση της ταυτότητας εκφράζονται σ’ένα νέο κοινωνικό περιβάλλον – τα κοινωνικά δίκτυα. Τα κοινωνικά δίκτυα έγιναν η νέα πραγματικότητα κοινωνικής αλληλεπίδρασης και το νέο πλαίσιο για την εφηβική ανάπτυξη.

Οι επιπτώσεις της χρήσης του διαδικτύου, και ιδιαίτερα των κοινωνικών δικτύων, στις κοινωνικές σχέσεις, εξακολουθεί να είναι θέμα διαμάχης. Μία επιφανής υπόθεση – που αναφέρεται ως η υπόθεση της μετατόπισης, - υποστηρίζει ότι ο χρόνος που διατίθεται (ή δαπανάται) στην κοινωνική δικτύωση αποσπάται από τη δια ζώσης επικοινωνία (με φίλους και οικογένεια). Η αντίθετη, και περισσότερο θετική άποψη – η υπόθεση της διέγερσης – υποστηρίζει ότι οι διαδικτυακές επικοινωνιακές χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση των υφιστάμενων φιλικών σχέσεων, ενισχύοντας έτσι την κοινωνική προσαρμογή.

Η επικοινωνία μέσω διαδικτύου προσφέρει ευκαιρίες. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα κοινωνικά δίκτυα παρέχουν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της προσωπικής ταυτότητας των εφήβων αλλά και πεδίο εξάσκησης της ανεξαρτησίας και των κοινωνικών δεξιοτήτων – δύο θεμελιώδεις στόχους της εφηβικής ανάπτυξης. Δεν υπάρχουν δεδομένα που να προτάσσουν περιορισμό της επαφής των εφήβων με τα κοινωνικά δίκτυα.

Στόχος της πολιτείας θα πρέπει να είναι η ενημέρωση των νέων για το σωστό τρόπο χρήσης των κοινωνικών δικτύων – με ασφάλεια και με σεβασμό στους κανόνες. Η γονική διαμεσολάβηση είναι σημαντική και πρέπει να οριοθετεί την ασφαλή χρήση – με τρόπο κατάλληλο για κάθε αναπτυξιακή φάση. Τέλος, η εκπαίδευση στα διαδικτυακά μέσα επικοινωνίας θα μπορούσε να είναι μέρος των σχολικών προγραμμάτων και πιθανόν και εκπαιδευτικό εργαλείο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
 
Πηγή: Τζαβέλλλα, Ε. (2011). Κοινωνική Δικτύωση – Συνήθειες και Ψυχολογία Ανήλικων Χρηστών. Επιμορφωτικό υλικό του προγράμματος ΑΡΙΑΔΝΗ.

Η Σημασία της Ασφάλειας στις Σχέσεις των Ζευγαριών


Ασφάλεια… μία έννοια απλή αλλά και πολύπλευρη που συχνά αποτελεί θέμα διαπραγμάτευσης στις σχέσεις των ζευγαριών.

Η εξειδικευμένη στη θεραπεία ζευγαριών, ψυχολόγος
Ayala Malach Pines, στο βιβλίο της Η Φθορά στην Ερωτική Σχέση (2007) αναφέρει:

Ενώ τα ζευγάρια με φθορά ανέφεραν λίγη ή καθόλου ασφάλεια στη σχέση τους, για τα ευτυχισμένα ζευγάρια η ασφάλεια ήταν μία πολύ θετική και σημαντική ανταμοιβή. Η Έλεν εξηγεί:
    
Στη δουλειά μου πρέπει πάντα να είμαι σε ετοιμότητα. Πρέπει να βρίσκομαι πάνω από τα πράγματα, με απόλυτο έλεγχο και ένα τέλειο χαμόγελο. Όταν έρχομαι σπίτι μπορώ να βγάλω την πανοπλία και τις μάσκες και να είμαι ο εαυτός μου. Εδώ αισθάνομαι αγάπη και αποδοχή. Ο γάμος μου είναι το θεμέλιο μου. Από εδώ μπορώ να πάω παντού και να κάνω τα πάντα, γνωρίζοντας ότι θα έχω κάθε υποστήριξη.
 
 Ο Άντονυ προσθέτει:

Νομίζω ότι η επιτυχία της σχέσης μας είναι αποτέλεσμα δύο πραγμάτων: της δέσμευσης ότι θα είμαστε μαζί και της ελευθερίας καθενός να απαπτυχθεί ως άτομο. Για μένα αυτή η δέσμευση και η ασφάλεια που απορρέει από αυτήν, μου δίνουν τη δυνατότητα να βιώσω τη ζωή στο μέγιστο.

Η γνώση ότι η ασφάλεια βοηθά στη πρόληψη της φθοράς δεν λέει στα ζευγάρια πώς να κάνουν τη σχέση τους πιο ασφαλή. Δυστυχώς, ένα από τα απειλητικά θέματα συζήτησης για ένα ζευγάρι είναι ποια πράγματα τους κάνουν να αισθάνονται ανασφάλεια. Επιπλέον, οι άνθρωποι που αισθάνονται μεγαλύτερη ανασφάλεια στις σχέσεις τους είναι αυτοί που συνήθως δεν μιλούν γι’αυτό. Με δύο λόγια, ενώ η απειλούμενη ασφάλεια είναι ένα θέμα που τα ζευγάρια αποφεύγουν να συζητήσουν, είναι μάλλον το θέμα που θα έπρεπε να συζητούν περισσότερο.

Η ασφάλεια δίνει στη σχέση της ρίζες της, το βάθος της και τη δύναμή της. Για κάποιους από τους ανθρώπους που ρώτησα στις έρευνές μου, η ασφάλεια ήταν η πιο θετική όψη μιας μακρόχρονης σχέσης και αυτή που αναπλήρωνε περισσότερο την απώλεια της συγκίνησης και την παρόρμηση της αναζήτησης του έρωτα σε μία νέα σχέση. Για άλλους, παρόλα αυτά, η υπερβολική ασφάλεια ήταν ασφυκτική, υπονοούσε τελμάτωση  και πλήξη, έλλειψη κινήτρου. Ο Άντριου περιγράφει αυτή την αρνητική έννοια για τη συναισθηματική και οικονομική ασφάλεια: 

Μιλάει συνεχώς για ασφάλεια. Ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια. Της έγινε εμμονή. Αυτό που εννοώ είναι ότι εγώ μόλις τώρα άρχισα να σκέφτομαι την ασφάλεια. Έχω ακόμη καιρό. Και έχω εμπιστοσύνη στην ικανότητά μου να κερδίζω χρήματα και να τροφοδοτώ την ασφάλεια. Απλώς αυτή η συζήτηση έχει την ώρα της. Αλλά για εκείνη δεν υπάρχει άλλη προτεραιότητα και αυτό ήταν πολύ πιεστικό για μένα.

Οι γυναίκες αντιλαμβάνονται την ασφάλεια σε μία σχέση ως κάτι πολύ σημαντικότερο από ότι οι άντρες. Η
Jeanne
H. Block, μία εξελικτική ψυχολόγος, ισχυρίζεται ότι στις κοινωνίες μας ενθαρρύνουμε τα αγόρια να αναπτύξουν μόνο φτερά και τα κορίτσια μόνο ρίζες κι αυτό με αρνητικές συνέπειες και για τους δύο (Block 1984).

Εργαζόμενοι: Αυτά τα Ταλέντα τί θα τα Κάνουμε;

Σε μία εποχή που η επικρατέστερη άποψη είναι “ να λες ευχαριστώ που έχεις δουλειά”  μπορούμε άραγε να συζητάμε για επαγγελματική ικανοποίηση και διατήρηση των ταλέντων ενός οργανισμού ή μίας επιχείρησης; Η δυσμενής οικονομική (και όχι μόνο) πραγματικότητα που μας περιβάλλει σίγουρα περιορίζει τις επαγγελματικές ευκαιρίες και επιλογές ωστόσο ίσως σήμερα είναι ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη  να διατηρήσουμε τους ταλαντούχους εργαζόμενους στη θέση τους, υποστηρίζοντάς τους για τη βέλτιστη επίδοση.

 Οι Kaye & Jordan-Evans (2008) στο βιβλίο τους Love’Εm or Lose’Εm: Getting Good People to Stayυποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από την καλή ή κακή οικονομική κατάσταση της εποχής, οι ικανοί εργαζόμενοι εξακολουθούν να έχουν επαγγελματικές επιλογές και είναι ευθύνη του εκάστοτε εργοδότη να τους “ανακαλύψει” και να διατηρήσει τη συνεργασία μαζί τους.

Σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές, οι εργοδότες θα χρειαστεί να κάνουν διάλογο με τους υπαλλήλους τους  σχετικά με τις ικανότητες και τις ιδέες τους. Προτείνουν πέντε βήματα που χρειάζεται να ακολουθήσουν ώστε να υποστηρίξουν τους εργαζόμενους να αποκαλύψουν τα ταλέντα τους και να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους.

  • Βήμα 1:  Αναγνωρίστε τα ταλέντα τους
Συγκεντρώστε πληροφορίες σχετικά με τις δεξιότητες, τις αξίες και τα ενδιαφέροντα των υπαλλήλων σας.  Δεν είναι πάντα εύκολο να σας μιλήσουν ανοιχτά για τις ικανότητές τους, επομένως θα χρειαστεί να ξεκινήσετε διάλογο μαζί τους και να τους ακούσετε προσεκτικά.

  • Βήμα 2: Δίνετε ανατροφοδότηση
Ζητήστε από το προσωπικό σας να κάνει αυτοαξιολόγηση και έπειτα να ζητήσει αξιολόγηση από συναδέλφους. Δώστε σαφή ανατροφοδότηση με παραδείγματα, διασαφηνίζοντας τα πρότυπα και τις προσδοκίες της επιχείρησης. Μη μένετε στην ανατροφοδότηση για την επίδοση αλλά χρησιμοποιήστε αναπτυξιακή ανατροφοδότηση (με έμφαση σε αυτά που μπορούν να βελτιώσουν στο μέλλον).

  • Βήμα 3: Συζητήστε τις τάσεις της αγοράς
Δώστε πληροφορίες στους υπαλλήλους σας σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης και συζητήστε μαζί τους τα περιθώρια ανάπτυξης και τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν και να επηρεάσουν την εξέλιξή τους.

  • Βήμα 4: Ανακαλύψτε πολλαπλές επιλογές καριέρας
Βοηθήστε τους υπαλλήλους σας να διερευνήσουν πολλαπλούς επαγγελματικούς στόχους στα πλαίσια της θέσης εργασίας που κατέχουν. Παρακινήστε τους να οραματιστούν το μέλλον τους λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της επιχείρησης.

  • Βήμα 5: Επαναπροσδιορίστε το σχέδιο δράσης
Η επανασχεδιάση του σχεδίου δράσης θα αυξήσει τη δέσμευση των εργαζόμενων σε ένα πλάνο καριέρας, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους και τα εμπόδια κάθε επιλογής.

Όλοι οι εργαζόμενοι έχουν ένα κοινό: θέλουν να ξέρουν ότι κάποιος ενδιαφέρεται για τη σταδιοδρομία τους!

Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εμένα!

Η αυτοεκτίμηση και ο εγωισμός θεωρούνται γενικά όροι αντιφατικοί, παρόλο που έχουν παρεμφερή σημασία. Και οι δύο αυτοί όροι εμπεριέχουν την ιδέα ότι αγαπώ, εκτιμώ, αναγνωρίζω και ασχολούμαι με τον εαυτό μου.

Μια παλιά ιστορία λέει πως ήταν κάποτε ένας τύπος, όχι και πολύ έξυπνος, που όλο έχανε τα πράγματά του. Μία μέρα, του λέει κάποιος:

“Αυτό που πρέπει να κάνεις για να μη χάνεις τα πράγματά σου είναι να σημειώνεις πού τα βάζεις”. Εκείνο το βράδυ, πριν κοιμηθεί, παίρνει χαρτί και μολύβι και λέει μέσα του: “Λοιπόν, για να μη χάνω τα πράγματά μου…” Βγάζει το πουκάμισό του, το κρεμάει στην κρεμάστρα, και μετά παίρνει το μολύβι και σημειώνει: “το πουκάμισο στην κρεμάστρα”. Βγάζει το παντελόνι, το αφήνει στα πόδια του κρεβατιού και σημειώνει: “το παντελόνι στα πόδια του κρεβατιού”¨. Βγάζει τα παπούτσια του και σημειώνει: “τα παπούτσια κάτω από το κρεβάτι”. Βγάζει και τις κάλτσες και σημειώνει: “οι κάλτσες μέσα στα παπούτσια κάτω από το κρεβάτι”. Το άλλο πρωί, σηκώνεται, ψάχνει τις κάλτσες εκεί όπου είχε σημειώσει ότι τις άφησε και τις φοράει. Βρίσκει τα παπούτσια εκεί όπου είχε σημειώσει και τα φοράει. Κάνει το ίδιο με το παντελόνι και το πουκάμισο. Και ξαφνικά, αναρωτιέται: “Και εγώ πού είμαι;”

Κοιτάζει τη λίστα από πάνω μέχρι κάτω, ξανά και ξανά, και αφού δεν ήταν πουθενά σημειωμένο, δεν μπόρεσε ποτέ να ξαναβρεί τον εαυτό του.

Είναι φορές που μοιάζουμε με αυτό τον ηλίθιο τύπο. Ξέρουμε πού βρίσκεται κάθε πράγμα και κάθε άτομο που αγαπάμε, αλλά πολλές φορές δεν ξέρουμε πού βρισκόμαστε εμείς. Σαν να ξεχάσαμε τη θέση μας στον κόσμο. Μπορούμε πολύ γρήγορα να εντοπίσουμε τη θέση των άλλων, τη θέση που έχουν οι άλλοι στη ζωή μας, και καμία φορά μπορούμε να προσδιορίσουμε ακόμα και τη θέση που κατέχουμε εμείς στη ζωή των άλλων. Έχουμε όμως ξεχάσει ποια θέση έχουμε εμείς στη δική μας τη ζωή.

Τι ωραία που θα ήταν να με φροντίζω, να με ακούω προσεκτικά, να μου παρέχω κάποιες απολαύσεις, να μου κάνω πράγματα πιο εύκολα, να μου χαρίζω αυτά που μου αρέσουν. Να μου φέρομαι όπως φέρομαι σ’αυτούς που αγαπώ περισσότερο.

Αν είναι κάποιος που οφείλει να είναι δίπλα μου συνεχώς, αυτός είμαι εγώ.

 Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο Δρόμος της Συνάντησης: Φύλλα Πορείας ΙΙ” του Χόρχε Μπουκάι (2009), εκδόσεις Opera.

 

Η Γενιά του Εγώ!

Η Γενιά του Εγώ


Οταν ήταν παιδιά τους έλεγαν ότι είναι οι καλύτεροι. Σήμερα παίρνουν αντικαταθλιπτικά γιατί αισθάνονται ότι δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Ποιoς φταίει;
Ο εγωκεντρισμός και οι υπερβολικά υψηλές προσδοκίες που χαρακτηρίζουν τη Γενιά του Εγώ ίσως έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τις δυσκολίες που συναντούν οι σημερινοί νέοι στις σχέσεις τους.


Εδώ και μερικές δεκαετίες τα παιδιά του δυτικού κόσμου μεγαλώνουν με κανακέματα και επαίνους και διαρκείς τονωτικές ενέσεις του Εγώ τους σε μια καλών προθέσεων προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησής τους. Πού οδήγησε αυτό; Στην εμφάνιση μιας γενιάς που αν και επισήμως ονομάζεται Γενιά Υ (ως διάδοχος της Γενιάς Χ), τώρα διεκδικεί τον καθόλου κολακευτικό τίτλο της «Γενιάς του Εγώ». Οι εκπρόσωποί της εμφανίζονται εγωκεντρικοί και νάρκισσοι, έχουν υπερτιμημένη άποψη για τον εαυτό τους και διακατέχονται από υπερβολικά υψηλές και έξω από τις δυνατότητές τους προσδοκίες, με αποτέλεσμα να «λυγίζουν» ευκολότερα κάτω από τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής και να ρέπουν περισσότερο προς την κατάθλιψη. Το να σπεύσουμε να τους κατηγορήσουμε είναι εύκολο. Είναι όμως πολύ πιο εποικοδομητικό να κάνουμε μια γερή κριτική και να αναθεωρήσουμε τον τρόπο που έχουμε υιοθετήσει ως «καλύτερο» για την ανατροφή των παιδιών μας. Οι ειδικοί έχουν ήδη μπει στη διαδικασία και οι προτάσεις τους είναι πραγματικά ενδιαφέρουσες.

«Τ
ους νέους σήμερα συνεχίζουν να τους παραχαϊδεύουν για πολύ καιρό, ενώ θα έπρεπε πολύ νωρίτερα να έχουν αρχίσει να μαθαίνουν ότι δεν είναι τέλειοι». Αυτό ήταν το συμπέρασμα του HS, ενός μπλόγκερ που σχολίαζε ένα άρθρο των «New York Times» το οποίο οίκτιρε την κατάσταση της σημερινής νεολαίας. Το πρόβλημα με τα παιδιά, συνέχιζε, είναι ότι έχουν μια «παραφουσκωμένη» άποψη για τον εαυτό τους επειδή έχουν μεγαλώσει έτσι ώστε να πιστεύουν πως καθετί που κάνουν είναι αξιόλογο και σημαντικό. Δεν επρόκειτο για κάποιον γερογκρινιάρη αλλά για έναν νεαρό που έγραφε για την ίδια του τη γενιά, εκείνους που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και στο 2000 και έχουν ονομαστεί Γενιά Υ ή Γενιά του Εγώ.
Οπως καταλαβαίνει κανείς από το όνομά της, η Γενιά του Εγώ έχει προσελκύσει ήδη τα πυρά. Οι εκπρόσωποί της κατηγορούνται ότι είναι κακομαθημένοι, αλαζονικοί και νάρκισσοι, ότι έχουν μια αδικαιολόγητη αίσθηση πως δικαιωματικά όλα τους ανήκουν. Οι καθηγητές παραπονούνται ότι οι σημερινοί φοιτητές απαιτούν μόνιμη προσοχή. Οι εργοδότες δυσκολεύονται να καταπιούν τα υπερδιογκωμένα εγώ των νεαρών υπαλλήλων τους, ενώ οι ψυχοθεραπευτές λένε ότι βλέπουν μια νέα γενιά ασθενών οι οποίοι έχουν κατάθλιψη επειδή δεν μπορούν να φθάσουν στο ύψος των υπερβολικών προσδοκιών τους. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το φταίξιμο βρίσκεται στους γονείς, στους δασκάλους και στους άλλους ενηλίκους οι οποίοι υπερέβαλαν στο να μεγεθύνουν την άποψη που έχουν τα παιδιά για τον εαυτό τους από τα πρώτα τους χρόνια.
Οι κατηγορίες αυτές δεν βαρύνουν μόνο τη Γενιά Υ αλλά και μια ολόκληρη φιλοσοφία για την ανατροφή των παιδιών, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και εξακολουθεί να ισχύει ακόμη. Αν είναι βάσιμες, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψη ότι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των παιδιών είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουμε το ότι θα εκμεταλλευθούν στο έπακρο τις δυνατότητές τους. Τι λένε λοιπόν τα στοιχεία; Είναι η σημερινή νεολαία πραγματικά πιο εγωιστική από τις παλαιότερες γενιές; Αν είναι έτσι, αποτελεί αυτό πρόβλημα; Και αν η σύγχρονη δυτική κουλτούρα της οικοδόμησης αυτοεκτίμησης είναι ένοχη, τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό;

Παραφουσκωμένο Εγώ
Ενας από τους πλέον ένθερμους επικριτές της σημερινής νεολαίας είναι η Τζιν Τουένγκι, ψυχολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας και συγγραφέας τού «Generation Me». Για να βρούμε αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του υπερδιογκωμένου Εγώ της Γενιάς Υ αρκεί, όπως λέει, να κοιτάξουμε την ετήσια μελέτη των αμερικανών πρωτοετών φοιτητών που περιλαμβάνει 9 εκατ. φοιτητές κολεγίου. Αποκαλύπτει ότι το 52% των συμμετεχόντων του 2009 θεωρούσε πως είχε επίπεδα κοινωνικής αυτοπεποίθησης υψηλότερα από εκείνα του μέσου γενικού πληθυσμού σε σχέση με το 30% των φοιτητών που δήλωνε το ίδιο στη μελέτη του 1966. Οι σημερινοί φοιτητές επίσης αξιολογούν τη νοητική τους αυτοπεποίθηση, τις δεξιότητές τους στο να μιλούν δημόσια καθώς και τις ηγετικές τους ικανότητες περίπου κατά 50% υψηλότερα από ό,τι οι ομόλογοί τους του 1966.
Η υπερβολική σημασία της αυτοεκτίμησης για τη Γενιά Υ σκιαγραφήθηκε σε ένα πείραμα το 2010. Μια ομάδα με επικεφαλής τον Μπραντ Μπούσμαν του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους διαπίστωσε ότι οι φοιτητές έδιναν στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους - π.χ., το να πάρουν μεγαλύτερο βαθμό ή να δεχθούν μια φιλοφρόνηση - μεγαλύτερη αξία από ό,τι στις ανταμοιβές που κινητοποιούν την ανθρωπότητα από τις απαρχές της ύπαρξής της, όπως το να φάει κάποιος το αγαπημένο του φαγητό ή το να επιδοθεί σε σεξουαλική δραστηριότητα. Οι φοιτητές επίσης αξιολογούσαν αυτή την επιβράβευση υψηλότερα από το να κερδίσουν χρήματα, να πιουν αλκοόλ ή να δουν τον καλύτερό τους φίλο. Διερευνώντας περισσότερο οι επιστήμονες ζήτησαν από τους φοιτητές να αξιολογήσουν το πόσο ήθελαν καθεμιά από αυτές τις ανταμοιβές καθώς και την ευχαρίστηση που λάμβαναν από αυτές. Το να θέλει κάποιος κάτι περισσότερο από ό,τι του αρέσει θεωρείται ένδειξη εθισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις η ανταμοιβή «τούς άρεσε» περισσότερο από ό,τι «την ήθελαν», αλλά η διαφορά ανάμεσα στα δύο ήταν μικρότερη σε ανταμοιβές που πρόσφεραν ενίσχυση της αυτοπεποίθησης.

Γεγονός ή προκατάληψη;
Η εικόνα δεν είναι ωστόσο τόσο απλή. Ο Μαρκ Λίρι, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ του Ντάραμ της Βόρειας Καρολίνας, προειδοποιεί ότι τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν είναι τόσο ελιτίστικα όσο ήταν τη δεκαετία του 1960 και άρα το δημογραφικό προφίλ των φοιτητών έχει αλλάξει καθιστώντας τις παλαιότερες και τις σημερινές ομάδες φοιτητών μη απόλυτα συγκρίσιμες. «Δεν γνωρίζουμε αν αυτή είναι μια πραγματική αλλαγή ή αν έχει να κάνει με μια αλλαγή των ανθρώπων που εξετάζονται» λέει.
Πράγματι, η Κάλι Τρεζνιέφσκι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις ανέλυσε μια μελέτη 400.000 μαθητών γυμνασίου που διεξάγεται τα τελευταία 30 χρόνια, από το 1976, και δεν βρήκε στοιχεία για αύξηση του εγωισμού σε αυτή την ελαφρώς νεαρότερη ομάδα. «Οι βαθμολογίες στην αυτοεκτίμησση δεν έχουν αλλάξει καθόλου» λέει. Υποπτεύεται ότι ορισμένοι ψυχολόγοι, κυρίως μιας μεγαλύτερης ηλικίας, διακατέχονται από μια πανάρχαια προκατάληψη. «Επικρίνουμε την επόμενη γενιά. Αυτό ακριβώς κάνουμε» τονίζει. Είναι πιθανόν, υποστηρίζει, όλοι και όχι μόνο η Γενιά Υ, να έχουμε σταδιακά γίνει πιο εγωκεντρικοί - καθώς όμως τα στοιχεία είναι περιορισμένα στις άλλες ηλικιακές ομάδες, είναι δύσκολο να εξετάσει αυτή την ιδέα της.

Η «Γενναιόδωρη Γενιά»;
Ακόμη πιο επιφυλακτικός είναι ο Τζέφρι Αρνέτ, ψυχολόγος ο οποίος μελετά την εφηβεία στο Πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασαχουσέτης. Επισημαίνει ότι σήμερα οι νέοι προσφέρουν εθελοντική δουλειά σε φιλανθρωπικά έργα σε μεγαλύτερους αριθμούς από ποτέ και ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις κοινωνικές ανισότητες από ό,τι ενδιαφέρονταν οι γονείς τους. Φθάνει μάλιστα ως το σημείο να ονομάζει τη Γενιά Υ «Γενναιόδωρη Γενιά».
Παρ' όλα αυτά, οι περισσότεροι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι έχει σημειωθεί μια πραγματική αύξηση της αυτοεκτίμησης - τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το φαινόμενο έχει μελετηθεί περισσότερο. Το ερώτημα του αν αυτό αποτελεί πρόβλημα παραμένει ανοιχτό. Οταν ο αμερικανός ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς επινόησε τον όρο «αυτοεκτίμηση» τη δεκαετία του 1890, τον είχε προσδιορίσει ως τον λόγο των επιτυχιών ενός ατόμου προς τις «φιλοδοξίες» ή τους στόχους του. Με άλλα λόγια, η αυτοεκτίμηση είναι ένα υποκειμενικό μέτρο της αξίας του καθενός που αυξάνεται καθώς επιτυγχάνει τους στόχους του. Αυτό ταιριάζει με τον ορισμό που δίνει το λεξικό: «Ο σεβασμός ή η ευνοϊκή άποψη κάποιου για τον εαυτό του». Τι το κακό μπορεί να υπάρχει σε αυτό;

Ματαιοδοξία και ναρκισσισμός
Στις ημέρες μας, παρ' όλα αυτά, η αυτοεκτίμηση έχει αποκτήσει ένα δεύτερο νόημα: «Μια αδικαιολόγητα καλή γνώμη κάποιου για τον εαυτό του, ματαιοδοξία». Αυτός είναι ο ορισμός που ταιριάζει καλύτερα στη Γενιά Υ, σύμφωνα με την κυρία Τουένγκι. Και αυτή είναι η πηγή του προβλήματος. Κατ' αρχάς, τα παραφουσκωμένα εγώ δημιουργούν σε πολλά νεαρά άτομα μη ρεαλιστικές προσδοκίες και η ανικανότητά τους να τις εκπληρώσουν μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Δεν είναι σύμπτωση, λέει, ότι το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών στην Ατλάντα της Τζόρτζια ανέφερε τον περασμένο Οκτώβριο πως ένας στους εννέα Αμερικανούς άνω των 12 ετών παίρνει αυτή τη στιγμή αντικαταθλιπτικά - αριθμός τετραπλάσιος από το αντίστοιχο ποσοστό στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η κυρία Τουένγκι βλέπει ένα άλλο δείγμα επικίνδυνα διογκωμένης αυτοεκτίμησης στα αυξανόμενα επίπεδα του ναρκισσισμού. Διαπίστωσε ότι διπλάσιοι φοιτητές είχαν υψηλά επίπεδα ναρκισσισμού το 2006 σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι νάρκισσοι τείνουν να μην ανέχονται την κριτική και έχουν ροπή προς την εξαπάτηση και την επιθετικότητα. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έρχονται στο γραφείο σου και κάνουν ολόκληρο καβγά για έναν βαθμό» λέει. Επίσης ανησυχούν περισσότερο για την εξωτερική τους εμφάνιση και, όπως τονίζει, οι Αμερικανοί καταφεύγουν στην πλαστική χειρουργική σε μεγαλύτερους αριθμούς από ποτέ. Στο τελευταίο της βιβλίο, «The Narcissism Epidemic», το οποίο έχει γράψει μαζί με τον Γ. Κιθ Κάμπελ (Free Press, 2009), αφηγείται ανέκδοτα για ανθρώπους που προσέλαβαν δήθεν παπαράτσι για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι είναι διάσημοι ή αγόρασαν τεράστια σπίτια με δάνεια ως απόδειξη του αμερικανικού παραφουσκωμένου εγώ.

Εγώ και στη... μουσική
«Το έχουμε παρακάνει με τον ατομισμό» λέει η κυρία Τουένγκι και αυτό αντανακλάται και στην ποπ κουλτούρα. Μαζί με τον ψυχολόγο Νέιθαν Ντε Βαλ και άλλους ερευνητές κατέγραψαν μια αύξηση της χρήσης της λέξης «εγώ» στους στίχους των αμερικανικών ποπ επιτυχιών από το 1980 ως το 2007. Ταυτοχρόνως η συχνότητα λέξεων που σχετίζονται με άλλους ανθρώπους, με την κοινωνική αλληλεπίδραση και τα θετικά συναισθήματα έχει μειωθεί. Η κυρία Τουένγκι θεωρεί υπεύθυνους τέσσερις παράγοντες: τις αλλαγές στη συμπεριφορά των γονέων, τη λατρεία της διασημότητας, το Διαδίκτυο και τον εύκολο δανεισμό. «Ολοι αυτοί οι παράγοντες επιτρέπουν στους ανθρώπους να έχουν μια διογκωμένη αίσθηση του εαυτού τους, στην οποία το φαίνεσθαι της επίδοσης είναι πιο σημαντικό από αυτή καθαυτή την επίδοση» λέει.
Αλλοι κατηγορούν το κίνημα της αυτοεκτίμησης που ξεκίνησε στην Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1980. Δυστυχώς, λέει ο κ. Λίρι, το κίνημα γεννήθηκε από μια παρανόηση. Μελέτες είχαν δείξει έναν συσχετισμό ανάμεσα στην υψηλή αυτοεκτίμηση και στις θετικές εξελίξεις στη ζωή. «Ο κόσμος βιάστηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αυτοεκτίμηση ήταν η αιτία αυτών των άλλων πραγμάτων αλλά δεν είναι» λέει. Υστερα από τρεις δεκαετίες και πολλά προγράμματα ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης επικρατεί η άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος να αναθρέψει κάποιος τα παιδιά του είναι να οικοδομήσει την αυτοεκτίμησή τους μέσα από συνεχείς επαίνους και θετικές αναδράσεις. Τα στοιχεία είναι όμως είναι ασαφή, στην καλύτερη περίπτωση.

Μειωμένη αντοχή στις δυσκολίες
Το 2003 μια ομάδα με επικεφαλής τον Ρόι Μπαουμάιστερ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Φλόριδας στο Ταλαχάσι διεξήγαγε μια μετα-ανάλυση των προηγούμενων ερευνών. Η εικόνα που αναδείχθηκε ήταν σύνθετη. Διαπίστωσαν ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση σχετιζόταν γενικά με πιο χαρούμενη διάθεση και ανάληψη πρωτοβουλίας, ενώ η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδεόταν με κατάθλιψη. Παρ' όλα αυτά, αντίθετα με το αναμενόμενο, τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση καταθλίβονταν περισσότερο σε στιγμές στρες, ενώ εκείνα που είχαν χαμηλή αυτοεκτίμηση έδειχναν μεγαλύτερη αντοχή όταν έρχονταν αντιμέτωπα με τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Φάνηκε επίσης ότι η προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης των μαθητών δεν βελτίωνε τις επιδόσεις τους στα μαθήματα και μπορούσε μερικές φορές να είναι αντιπαραγωγική. Η υψηλή αυτοεκτίμηση φάνηκε να προστατεύει τα κορίτσια από τα νταηλίκια, δεν εμπόδιζε όμως τα παιδιά να καπνίσουν, να πιουν, να πάρουν ναρκωτικά ή να κάνουν σεξ - αντιθέτως, τα ωθούσε στο να δοκιμάσουν αυτά τα πράγματα. Οι καλές επιδόσεις στην εργασία σχετίζονταν μερικές φορές με την υψηλή αυτοεκτίμηση, ο συσχετισμός όμως ήταν ευμετάβλητος και η σχέση της αιτιότητας ασαφής. Η αυτοεκτίμηση δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε την ποιότητα ούτε τη διάρκεια των σχέσεων. Η γενική εικόνα ήταν τόσο συγκεχυμένη ώστε ο κ. Μπαουμάιστερ και η ομάδα του θεώρησαν ότι δεν μπορούν να εγκρίνουν προγράμματα για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης.
Σήμερα οι ψυχολόγοι συμφωνούν στο ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση αποτελεί συχνότερα τη συνέπεια θετικών γεγονότων στη ζωή παρά την αιτία τους - ένα μήνυμα το οποίο ακόμη δεν έχει περάσει σε γονείς και δασκάλους. Ο κ. Λίρι φθάνει ως το σημείο να διαβεβαιώνει ότι η αυτοεκτίμηση που ενισχύεται με τεχνητό τρόπο, χωρίς αναφορά σε επιτεύγματα, δεν έχει καμία εγγενή αξία. Εν τω μεταξύ ο εκπαιδευτικός ψυχολόγος Χέρμπερτ Μαρς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε την αυτοεκτίμηση ως ένα τμήμα της ευρύτερης έννοιας ενός πράγματος που ονομάζεται αυτοαντίληψη και το οποίο περιλαμβάνει επίσης τις απόψεις που έχει κάποιος για την εθνοτική και μορφωτική του ταυτότητα, καθώς και για το φύλο του. Πιστεύει ότι η καλή αυτοαντίληψη και η υψηλή εκπαιδευτική απόδοση αποτελούν την αιτία και το αποτέλεσμα η μια της άλλης. «Αυτό είναι που κάνει τόσο δύσκολη τη δουλειά των δασκάλων» λέει. «Δεν πρέπει μόνο να διδάξουν δεξιότητες, πρέπει επίσης να οικοδομήσουν την πίστη των παιδιών στον εαυτό τους και μετά να συνδέσουν αυτά τα δύο».

Πιο σημαντικός ο αυτοέλεγχος
Ο κ. Μπαουμάιστερ υποστηρίζει ότι, αντί να «χτίζουμε» το εγώ των παιδιών, θα πρέπει να οικοδομήσουμε τον αυτοέλεγχό τους. Στο καινούργιο βιβλίο του «Willpower: Rediscovering Our Greatest Strength» (Allen Lane, 2012) παρουσιάζει στοιχεία υπέρ του ότι η δύναμη της θέλησης και όχι η αυτοεκτίμηση είναι το απαραίτητο συστατικό για μια επιτυχημένη ζωή. Υποστηρίζει ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους και να επιμένουν σε δύσκολα έργα ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν τους στόχους τους, κάτι το οποίο θα ενισχύσει με φυσικό τρόπο την αυτοεκτίμησή τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοι μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της αυτοπειθαρχίας ενθαρρύνοντας τα παιδιά να αποκτήσουν καλές συνήθειες. Και αντί να τους παρέχουν διαρκή και επομένως ανούσιο έπαινο, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα πραγματικά επιτεύγματα. Αν η προσέγγιση του κ. Μπαουμάιστερ φαίνεται υπερβολικά αυστηρή, ο κ. Λίρι είναι πιο πραγματιστής. Το μήνυμα που θα πρέπει να στέλνουν οι γονείς στα παιδιά τους, λέει, είναι ότι τα αγαπούν ακόμη και αν δεν είναι τέλεια και ότι μπορούν να βελτιωθούν. «Δώστε τους ειλικρινή πληροφόρηση» επισημαίνει. «Και πάνω από όλα, μη λέτε στο παιδί σας ότι είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου γιατί κανένα δεν είναι».

Στροφή προς τους άλλους
Η υπερβολική αυτοεκτίμηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, το ίδιο όμως ισχύει και για τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στην εφηβεία τα παιδιά γίνονται ευάλωτα καθώς ο «συμπαγής» εγωκεντρισμός που έχουν στα πρώτα τους χρόνια αρχίζει γρήγορα να αποκτά ρωγμές. Στα κορίτσια η πτώση της αυτοεκτίμησης είναι μεγαλύτερη από ό,τι στα αγόρια, και στα δυο φύλα όμως η αλλαγή είναι μόνιμη. Επίσης σε αυτές τις ηλικίες η αυτοεκτίμηση μπορεί να είναι υψηλή αλλά ταυτόχρονα ασταθής, να καταποντίζεται με την πρώτη κριτική.
Οι γονείς φυσικά θέλουν να προστατεύσουν το παιδί τους σε αυτή την κρίσιμη ηλικία, όμως το να το στολίζουν με αβάσιμους επαίνους δεν είναι η λύση. Μια καλύτερη τακτική είναι να ενθαρρύνουν τα παιδιά να σκέφτονται τους άλλους. Μια από τις πολλές μελέτες που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από την Τζένιφερ Κρόκερ και την Εϊμι Κανεβέλο του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους, σε περίπου 200 ζεύγη φοιτητών. Διαπίστωσαν ότι όσοι προσπάθησαν να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους βάζοντας τον ή την συγκάτοικό τους να τους αναγνωρίσει τα καλά σημεία τους απέτυχαν: τόσο η αυτοεκτίμηση των ίδιων όσο και η γνώμη των συγκατοίκων τους για εκείνους μειώθηκαν μέσα στους τρεις μήνες που διήρκεσε το πείραμα. «Εκείνο που πραγματικά λειτούργησε ήταν το να δείχνουν έμπρακτα ότι ενδιαφέρονται πραγματικά για τον συγκάτοικό τους» λέει η κυρία Κρόκερ.
 
Πηγή: Το Βήμα

Έρωτας & Απογοήτευση: Μήπως συνδέονται περισσότερο από όσο νομίζουμε;

Οι δύο ερωτήσεις που τίθενται πιο συχνά σχετικά με φθορά στη σχέση των ζευγαριών είναι: "Τι προξενεί τη φθορά σε μία σχέση;" και "Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τη φθορά;"

Σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο Ayala Malach Pines, το πρότυπο του έρωτα και της φθοράς απαντά και στις δύο αυτές ερωτήσεις. Το πρότυπο παρουσίαζει δύο διαδρομές που οδηγούν η μία στη φθορά και η άλλη στις ρίζες και τα φτερά. Οι δύο διαδρομές ξεκινούν από τον ίδιο δρόμο με το ζευγάρι να ερωτεύεται. Σε τι διαφέρει ένα ζευγάρι που υφίσταται φθορά από εκείνο που έχει ρίζες και φτερά; Αν αφήσουμε κατά μέρος την πιθανότητα το ζευγάρι που έχει υποστεί τη φθορά να έχει σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα, πρέπει να συμπεράνουμε ότι η διαφορά μεταξύ τους οφείλεται στα διαφορετικά περιβάλλοντα. Ένα πιεστικό περιβάλλον - ή ένα περιβάλλον που το ζευγάρι βιώνει ως πιεστικό - εμποδίζει τους συντρόφους να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Το άγχος τους αποστραγγίζει ενεργειακά και ερωτικά. Αντίθετα ένα θετικό περιβάλλον βοηθά το ζευγάρι να αναπτυχθεί και να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Η αίσθηση της σημαντικότητας που τους προσφέρει η σχέση τους, κρατάει τον έρωτα ζωντανό.
 
 


Το Πρότυπο του Έρωτα και της Φθοράς έχει ορισμένα αποφασιστικά σημεία:
  • Οι άνθρωποι που πιστεύουν στον έρωτα περιμένουν από αυτόν να δώσει νόημα στη ζωή τους.
  • Υπάρχει μία άμεση σχέση ανάμεσα στον έρωτα και τη φθορά. Ο έρωτας αποτελεί το αρχικό στάδιο και την προϋπόθεση για τη διαδικασία της φθοράς.
  • Υπάρχει αλληλεπίδραση του ζευγαριού με το περιβάλλον. Δεν είναι η ιδιοσυγκρασία του συντρόφου που προξενεί τη φθορά, αλλά μάλλον η καταστροφή των ερωτικών ιδανικών από το εξωτερικό άγχος που λανθασμένα αποδίδεται στο σύντροφο.
  • Το περιβάλλον δεν αποτελεί μία απόλυτα αντικειμενική εξωτερική πραγματικότητα. Καθένας μας βιώνει μέσω της αντίληψής του μία υποκειμενική αναπαράσταση του κόσμου.
  • Οι προσδοκίες για τον έρωτα διαμορφώνονται από τις πολιτισμικές μας αξίες και τις προσωπικές μας εμπειρίες και αποτελούν πάντα μέρος του συστήματος των πεποιθήσεών μας. Οι προσδοκίες ενεργοποιούνται όταν ερωτευόμαστεκαι βρίσκονται στο απόγειό τους όταν πραγματοποιείται μία δέσμευση, είτε αυτή είναι τυπική ή όχι. Οι προσδοκίες έχουν μία ισχυρή επίδραση στις ερωτικές σχέσεις, ακόμη και όταν είναι ασυνείδητες ή δεν εκφράζονται ανοιχτά, επειδή συνοδεύονται με ότι θα ονομάζαμε ουσία της ζωής.
  • Οι ανεκπλήρωτες ερωτικές προσδοκίες φέρνουν απογοήτευση και μαζί διάβρωση του έρωτα και της αφοσίωσης. Οι προσδοκίες που εκπληρώνονται δεν αποτελούν παρόλα αυτά εγγύηση κατά της φθοράς. Τα ερωτικά ιδεώδη μπορεί να απογοητευτούν όταν δεν εκπληρώνονται ή όταν εκπληρώνονται μπορεί να είναι εξίσου απογοητευτικά επειδή αποτυγχάνουν να δώσουν στη ζωή το νόημα που προσδοκούσαμε να δώσουν.
  • Το αποτέλεσμα της συνεχούς αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο ζευγάρι και την αντίληψη του περιβάλλοντός του μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό για την ερωτική του σχέση. Στην καλύτερη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι "ρίζες και φτερά", μία ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και την ανάπτυξη. Στις σχέσεις με ρίζες και φτερά , ο έρωτας δυναμώνει με το χρόνο και συνεχίζει να τροφοδοτεί τη ζωή με νόημα. Στην χειρότερη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι η φθορά και ο θάνατος του έρωτα.
Πηγή: Pines, A.M. (2007). Η φθορά στην ερωτική σχέση: Αιτίες & Θεραπείες. Αθήνα: Περίπλους.

Καιρός να πάψω να "τρώω"...τα συναισθήματά μου!

Οι γυναίκες πολύ συχνά στρέφουν μέσα τους τον θυμό τους και χρησιμοποιούν την τροφή για να αντιμετωπίσουν την κατάθλιψη, τις συναισθηματικές πληγές και την χαμηλή αυτοεκτίμηση που ακολουθεί. «Καταπίνοντας» τον θυμό, η κύρια αίσθηση είναι ότι για οποιοδήποτε λόγο δεν πρέπει να εκφράσω τον θυμό μου κι έτσι το ρίχνω στο φαγητό. Η ειρωνεία είναι ότι κανείς δεν απολαμβάνει το φαγητό όταν το χρησιμοποιεί για να πνίξει αρνητικά συναισθήματα. Ακόμα κι αν είναι κάτι εξαιρετικά νόστιμο, μπορεί να μην παρατηρήσουμε καν την γεύση ή την ποσότητα που καταναλώσαμε. 
Όταν τρώμε τον θυμό ή τον εκνευρισμό μας, συχνά οδηγούμαστε σε λαιμαργικό επεισόδιο που μπορεί να μας φορτώσει κιλά. Αντί να φάμε 1 ή 2 μπισκότα, τρώμε όλο το σακουλάκι για να συνεχίσουμε μετά και με άλλες τροφές. Η κάλυψη του θυμού είναι εξαντλητική διότι μας τρώει πολύ ενέργεια. Το θυμωμένο άτομο νοιώθει μεγάλο κενό και μόνιμη και έντονη πείνα σε μια απεγνωσμένη ανάγκη να τρώει.
Η ανακούφιση που φέρνει η ζάχαρη είναι άλλος ένας παράγοντας. Τα σάκχαρα και το άμυλο έχουν δυναμικό αντίκτυπο στη σεροτονίνη, η οποία βοηθάει στον έλεγχο των συναισθημάτων και της τροφής μας και γι'αυτό έχουμε την τάση να λαχταράμε αυτά τα είδη τροφών όταν είμαστε αναστατωμένοι. Οπότε, είναι πραγματικότητα ότι αν φάμε 2 ντονατς ή μια μπάρα σοκολάτα, είναι ένα είδος «αυτό-θεραπείας».

Αν λοιπόν έχετε υποψίες ότι συχνά τρώτε λόγω του θυμού ή της αναστάτωσής σας, δείτε τι μπορείτε να κάνετε :
 1. Συνειδητοποιήστε ότι η ζωή σας ποτέ δεν θα είναι χωρίς προβλήματα. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι ή καταστάσεις που θα σας χαλάνε την ισορροπία και ο θυμός ή η ματαίωση είναι κάτι φυσιολογικό σαν επακόλουθο. Ο στόχος σου είναι να μην αρνείσαι αυτά τα συναισθήματά σου, αλλά να αντιδράς με τρόπο που να σε ωφελεί και να μην συμπεριλαμβάνεις το φαγητό.
2. Δώσε όνομα στο συναίσθημά σου. Αν δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις στην πρόκληση απλά πες στον εαυτό σου ότι είσαι πολύ θυμωμένος και ότι αυτό που έγινε σε έχει φέρει στα όριά σου περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και μόνο που το έβαλες σε λέξεις μπορεί να φέρει μια αίσθηση απελευθέρωσης.
3. Συγχώρεσε τον εαυτό σου. Αν το άτομο με το οποίο είσαι θυμωμένος είναι ο εαυτός σου, αναγνώρισε τα συναισθήματά σου και εν συνεχεία κάνε μια συνειδητή προσπάθεια να συγχωρέσεις τον εαυτό σου. «Έχω θυμώσει που δεν μπόρεσα να ζητήσω από την σερβιτόρα να μου αλλάξει τον καφέ αλλά την επόμενη φορά θα το κάνω. Δεν πειράζει δεν είμαι τέλειος». Αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου σχετικά με τον θυμό ή την ματαίωση, μειώνεις τις πιθανότητες να θάψεις τα συναισθήματά σου.
4. Έχε επίγνωση του «δεν μπορείς να με ελέγξεις» ή την αντιδραστική κατανάλωση τροφής.
Η αντιδραστική κατανάλωση τροφής υφίσταται συνήθως λόγω παραπόνου του ενός συζύγου για τα κιλά του άλλου ή της αστυνόμευσης του χώρου της κουζίνας από την μητέρα του εφήβου που είναι υπέρβαρος. Όταν τρώμε υπερβολικές ποσότητες, παρ` όλο που στο τέλος κάνουμε κακό στον εαυτό μας, είναι ένας τρόπος να εκδηλώσουμε έντονα συναισθήματα που δεν βγαίνουν από μέσα μας. Ποια θα μπορούσε να είναι μια καλύτερη αντίδραση? Σε μια στιγμή ηρεμίας, κάντε μια συζήτηση με τον σύζυγο ή το παιδί, αναφερθείτε στο ζήτημα και στην κριτική που ασκείται ή σας ασκούν προκειμένου να ενημερώσετε τον άλλον ότι δεν σας βοηθάει μια τέτοια συμπεριφορά από μέρους του.
5. Πάρε την «συναισθηματική σου θερμοκρασία» κάθε φορά που ξεκινάς να τρως. Συχνά τρώμε όχι λόγω πείνας αλλά γιατί υπάρχει τροφή κοντά μας. Μάθε και κάνε το συνήθεια να ρωτάς τον εαυτό σας γιατί θέλεις να φας, κατά προτίμηση πριν την πρώτη δαγκωνιά. Προγραμμάτισε τι θα κάνεις αν τρως για να απαλύνεις τα αρνητικά σου συναισθήματα.
6. Βρες εμπόδια που θα σε αποτρέψουν από φαγητό λόγω συναισθηματικής ανάγκης. Ξέρω μια κοπέλα που ποτέ δεν κουβαλάει μαζί της τίποτα λιγότερο από 5ευρω χαρτονόμισμα διότι τα μηχανήματα με τα γλυκά στο γραφείο παίρνουν μόνο κέρμα. Φυσικά θα μπορούσε να χαλάσει το χαρτονόμισμα αλλά συνήθως επανέρχεται πριν φτάσει σε αυτή την κίνηση. Επίσης αντί να φας την ώρα που είσαι εκνευρισμένος, κάνε ένα τηλεφώνημα για να ηρεμήσεις και μετά τρως.
7. Απόρριψε κοινωνικά στερεότυπα όπως «οι κυρίες δεν εκνευρίζονται». Όλοι εκνευριζόμαστε. Κι αν νοιώθουμε υπερβολικά άβολα για τα αρνητικά μας συναισθήματα , σε μεγάλο βαθμό αυτό προκύπτει από παιδικές μας εμπειρίες όπου μάθαμε να πνίγουμε τα συναισθήματά μας ιδίως τον εκνευρισμό. Βέβαια στην κοινωνίας μας ακόμα θεωρείτε μη-θυληκό να τσακώνεται μια γυναίκα.
8. Σημείωνε τι τρως καθημερινά. Οι περισσότεροι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε την κατανάλωση που κάνουμε και όσο πιο υπέρβαροι είμαστε τόσο πιο συχνά τρώμε χωρίς να έχουμε πλήρη συνείδηση την ποσότητα που βάζουμε στο στόμα μας. Κάνε μια λίστα που θα σε βοηθήσει να αξιολογήσεις τι τρως, πόσο, πότε και γιατί.
9. Μην περιμένεις να αλλάξεις τον θυμό σου ολοκληρωτικά μέσα σε μια νύχτα. Ιδίως αν το νούμερο ένα ερέθισμα του θυμού σου είναι ο προϊστάμενος ή η δουλειά, ξύπνα ένα πρωινό και αποφάσισε ότι θα εκδηλώνεσαι. Ενώ είναι καλό να αρχίσεις να εκφράζει τα αρνητικά σου συναισθήματα με τον κατάλληλο τρόπο, αν παράμενες παθητικός για καιρό και δεν μιλούσες , οι άλλοι γύρω σου δεν θα είναι χαρούμενοι με την νέα σου συμπεριφορά. Αλλά όλες οι αλλαγές στον τρόπο που φερόμαστε θέλουν χρόνο και επιμονή.

Αν παρατηρήσετε ότι είστε τον περισσότερο χρόνο της ημέρας θυμωμένοι ή απεγνωσμένοι και τρώτε λόγω αυτού, ίσως χρειαστείτε βοήθεια ειδικού. Μην το αμελήσετε άλλο.

 Ι.Θεοδωρακοπούλου, www.feelwelltoday.com
 

Generation Y: Στο «προαύλιο» των επιχειρήσεων

Στη «βαλίτσα» τους κουβαλούν τη σύγχρονη ακαδημαϊκή γνώση, την εξοικείωση με την τεχνολογία, τις νέες ιδέες και την όρεξη για δουλειά. Είναι οι νέοι απόφοιτοι που αναζητούν, και μέσω του Graduate Market Recruitment, βρίσκουν την ευκαιρία να ενταχθούν στους κόλπους ενός οργανισμού και να αποκτήσουν την πολυπόθητη εργασιακή εμπειρία.
Σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται έντονα από κοινωνικές, πολιτικές αλλά κυρίως οικονομικές αλλαγές καθώς και από μία γενικότερη αστάθεια, ο όρος εργασία συχνά αποτελεί το μήλο της έριδος σε πολλές κοινωνικές συζητήσεις. Δεν υπήρξε πιο δύσκολη εποχή στα χρονικά για το τμήμα του Ανθρώπινου Δυναμικού από αυτή που διανύουμε σήμερα.

Ένα τμήμα που καλείται να λάβει δύσκολες και άμεσες αποφάσεις, χωρίς να ξεχνά το στρατηγικό εταιρικό του σκοπό και χωρίς να έχει στη διάθεσή του ένα πολύτιμο αγαθό των ημερών μας «τον απαραίτητο χρόνο». Η αγορά εργασίας έχει αλλάξει άρδην, με την εφαρμογή νέων κανόνων και όρων να τη χαρακτηρίζουν και αναμφισβήτητα είναι αυτή που έχει πληγεί περισσότερο.

Οι recruiters συγκεκριμένα καλούνται να αφομοιώσουν αυτές τις αλλαγές και να καθοδηγήσουν την εταιρεία τους σε μία δομημένη απόφαση όσων αφορά τις προσλήψεις αλλά και τη χάραξη συγκεκριμένης στρατηγικής για την κάλυψη αναγκών που εμφανίζονται κυριολεκτικά εν μία νυκτί.

Αποφάσεις, όχι μόνο σχετικά με τις νέες, αλλά ταυτόχρονα αναγκαίες προσλήψεις, αλλά επίσης το target group στο οποίο θα απευθυνθεί. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης είναι στενά συνδεδεμένη με τον ανθρώπινο παράγοντά της. Τόσο οι νέοι απόφοιτοι πανεπιστημίων, όσο και οι recruiters καλούνται να προσαρμοστούν και να δώσουν το δικό τους προσωπικό αγώνα μέσω των αποφάσεων που λαμβάνουν και των κινήσεών τους στους αντίστοιχους ρόλους τους στην αγορά εργασίας.

Από την πλευρά των εταιρειών, όπως διευκρινίζει ο Αλέξανδρος Φουρλής, Managing Director του kariera.gr (CareerBuilder Greece) υπάρχουν δύο βασικοί και ένα τρίτος, δευτερεύων λόγος, για τους οποίους επιλέγουν απόφοιτους - νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας για την πλήρωση θέσεων.

«Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι νέοι απόφοιτοι φέρνουν μαζί τους ενέργεια στο χώρο εργασίας και τις τελευταίες τεχνολογικές γνώσεις που χρειάζονται πολλές εταιρείες εξ’ αντικειμένου.

Ο δεύτερος είναι ότι δεν έχουν διαμορφωμένη εργασιακή κουλτούρα και πολλές εταιρείες με ιδιαίτερη κουλτούρα επιθυμούν να τους «πλάσουν» με βάση τη δική τους λογική.

Τον τρίτο λόγο τον προσθέτουν οι πολιτικές απασχόλησης που δίνουν οικονομικά κίνητρα ή προβλέπουν χαμηλότερους μισθούς για τους νεοπροσλαμβανόμενους» δηλώνει χαρακτηριστικά.

Νέο αίμα στην αγορά εργασίας
Καθώς η δομή του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού μεταβάλλεται, συμπαρασύρει σε γενικότερες αλλαγές την όλη διαδικασία επιλογής εργαζομένων. Όσοι εισέρχονται τώρα στην αγορά εργασίας ανήκουν κατά βάση στη Generation Y που αποτελείται από άτομα τα οποία γεννήθηκαν μετά το 1980.

Επονομαζόμενη διαφορετικά και ως internet generation, έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ιδεολογικά αλλά και εκπαιδευτικά. Κοινωνοί οι ίδιοι μίας ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, χαρακτηρίζονται από μία ευχέρεια όσον αφορά την τεχνολογία καθώς εμφανίζουν, σε πολύ μικρή ηλικία, εξοικείωση με όλα τα επιτεύγματά της.

Χαρακτηρίζονται από ένα αρκετά υψηλό μορφωτικό επίπεδο, σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές και διακατέχονται από αισιοδοξία, ρεαλισμό και ευαισθησία. Έχουν αναπτύξει περιβαλλοντική συνείδηση (συμμετοχή σε εθελοντικές ενέργειες), το αίσθημα της Διά Βίου Εκπαίδευσης και λειτουργούν κυρίως ομαδικά.

Πρόκειται για μία γενιά γεμάτη όνειρα, προικισμένη με μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον, όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.

HR Professional (T. 88), γράφει η Αντωνία  Κατσουλιέρη

Το Ψυχολογικό Συμβόλαιο στον Εργασιακό Χώρο

Οι σύγχρονες επιχειρήσεις βρίσκονται σε μία κρίσιμη μεταβατική περίοδο, της οποίας κύρια χαρακτηριστικά είναι η αβεβαιότητα και η αμφιβολία. Για να επιβεβαιώσουν αλλάζουν μορφή, γίνονται περισσότερο επίπεδες και ευέλικτες, επιδιώκουν την καινοτομία, την υψηλή παροχή προϊόντων και υπηρεσιών σε ποιότητα και ποσότητα, ενισχύουν την ατομική λήψη πρωτοβουλιών αλλά και τη συλλογική λήψη αποφάσεων. Παράλληλα, όμως, η αναδιοργάνωση των επιχειρήσεων συνεπάγεται και μείωση προσωπικού, περισσότερες εργασιακές ώρες, κατάργηση υπερωριών και περισσότερες απαιτήσεις από τον εργαζόμενο.
Παλαιότερα η εργασιακή συμφωνία (old deal), πέραν των όρων του νομικού συμβολαίου στηριζόταν σε μία σχέση εμπιστοσύνης, πιθανόν και σε μία σχέση ζωής για πολλούς εργαζόμενους, με ισχυρό αίσθημα εργασιακής ταυτότητας και οργανωσιακής δέσμευσης και με διάθεση προσφοράς και από τις δύο πλευρές σε κρίσιμες στιγμές της οργανωσιακής ζωής, ή/και ακόμη της προσωπικής ζωής του εργαζόμενου και της επιχείρησης. Οι σύγχρονες όμως εξελίξεις επιτάσσουν η εργασιακή σχέση να αλλάζει μορφή καθώς το παραδοσιακό νομικό συμβόλαιο «αόριστης (και ταυτόχρονα σταθερής) εργασιακής σύμβασης» έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί. Τα εργασιακά συμβόλαια είναι μικρής διάρκειας με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μειωμένη οργανωσιακή δέσμευση και οι υποσχέσεις για εξέλιξη και στήριξη του εργαζόμενου μέσα στην επιχείρηση να είναι μάλλον φειδωλές.   
Η Denise Rousseau (1989,2011), η οποία αποτελεί μια εμβληματική φιγούρα στη μελέτη των ψυχολογικών συμβολαίων, έδωσε μία νέα διάσταση στην έννοια του ψυχολογικού συμβολαίου και του τρόπου που αυτό λειτουργεί στους οργανισμούς. Όρισε το ψυχολογικό συμβόλαιο ως τις «ατομικές πεποιθήσεις ενός εργαζόμενου αναφορικά με τους όρους και τις συνθήκες μίας αμοιβαίας συμφωνίας μεταξύ του συγκεκριμένου εργαζόμενου και του άλλους μέρους. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε κάποια σημαντικά στοιχεία, όπως το γεγονός ότι πρέπει να γίνει μία υπόσχεση από τη μία πλευρά και να έχει πραγματοποιηθεί μία ανταμοιβή ως αντάλλαγμα για αυτήν την υπόσχεση από την άλλη πλευρά, δεσμεύοντας ουσιαστικά και τα δύο μέρη σε ένα πλαίσιο από αμοιβές και υποχρεώσεις».  Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση και ταυτόχρονα ο λόγος που η έρευνα της Rousseau είχε τόσο μεγάλη επίδραση στη μελέτη των ψυχολογικών συμβολαίων, ήταν το γεγονός ότι έδωσε έμφαση στην «υποσχετική» φύση του ψυχολογικού συμβολαίου σε σύγκριση με τους προηγούμενους ερευνητές, οι οποίοι είχαν επικεντρωθεί περισσότερο στις προσδοκίες αλλά και στην υποκειμενική αξιολόγηση του εργαζόμενου αναφορικά με το ψυχολογικό του/της συμβόλαιο. Θεωρούσε ότι οι υποκειμενικές αξιολογήσεις των εργαζόμενων ήταν αυτές που επηρέαζαν την εργασιακή συμπεριφορά τους, τα συναισθήματα και τις διαθέσεις τους. Δεν ήταν δυνατόν δηλαδή οι επιχειρήσεις να έχουν ψυχολογικά συμβόλαια, καθώς αυτά δημιουργούνταν μόνο από ανθρώπους και όχι από αφηρημένες οντότητες, όπως ένας οργανισμός. 
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα μέσα από μία από τις βασικές λειτουργίες του ανθρώπινου δυναμικού, αυτή της επιλογής προσωπικού. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης επιλογής, υπάρχει μία δυναμική δύο κατευθύνσεων, αυτή του υποψήφιου εργαζόμενου και αυτή της υποψήφιας εργοδότριας επιχείρησης που εκπροσωπείται πιθανότατα από κάποιο στέλεχος του τμήματος Ανθρώπινων Πόρων. Ο υποψήφιος εργαζόμενος εάν πάρει αυτή τη θέση θα είναι διατεθειμένος να δουλεύει πρόσθετες ώρες σε περιόδους μεγάλης πίεσης («υπόσχεση» του μελλοντικού εργοδότη). Και οι δύο πλευρές έχουν υποσχεθεί και έχουν δεσμευτεί να πραγματοποιήσουν τις υποσχέσεις τους μέσα στο πλαίσιο της αμοιβαίας συναλλακτικής συμφωνίας.


Απόσπασμα από το: Βακόλα, Μ., & Νικολάου, Ι. (2012). Οργανωσιακή Ψυχολογία & Συμπεριφορά. Αθήνα: Rosili.

Πώς χάνονται οι μικροί Αϊνστάιν...

Tο εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα χαρισματικά παιδιά και συχνά τα περιθωριοποιεί



Eχουν υψηλή νοημοσύνη και σπάνια αντιληπτική ικανότητα. Οταν οι συνομήλικοί τους δεν μπορούν καν να συλλαβίσουν, αυτά διαβάζουν και κατανοούν το γραπτό κείμενο. Σε ηλικία δημοτικού λύνουν μαθηματικά προβλήματα Γυμνασίου και όταν φτάσουν στο Λύκειο έχουν ερευνητικές δυνατότητες αντάξιες διδακτορικού φοιτητή. Τα λένε «φωστήρες», αλλά το ίδιο συχνά τα αντιμετωπίζουν και ως «απροσάρμοστα». Τα χαρισματικά παιδιά είναι τα λαμπρότερα (και σπανιότερα) μυαλά της Ελλάδας, αντιστοιχώντας σε ποσοστό κάτω του 1% του πληθυσμού. Και όμως, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που συχνά δεν μπορεί καν να τα αναγνωρίσει – πόσω μάλλον να τα αξιοποιήσει – καταλήγουν να περιθωριοποιούνται. Εκλαμβάνονται αδίκως ως αντικοινωνικά ή ατίθασα και ουκ ολίγες φορές φορτώνονται με λανθασμένες διαγνώσεις νοητικής υστέρησης! Σε μία χώρα όπου η φράση «ειδικές ανάγκες» συνδέεται συνήθως με μαθησιακές δυσκολίες ή χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, η σύνδεση των λέξεων «χαρισματικός» και «ανάγκες» μοιάζει με σχήμα οξύμωρο. Και όμως, όπως τονίζουν οι ειδικοί, τα χαρισματικά παιδιά έχουν ιδιαίτερες ανάγκες οι οποίες αν δεν καλυφθούν μπορούν να τα μετατρέψουν σε… κακούς μαθητές.

«Υπάρχουν πολλά κριτήρια για τη διάγνωση ενός χαρισματικού παιδιού. Ο δείκτης νοημοσύνης αποτελεί μόνο ένα από αυτά. Χαρισματικό θεωρείται ένα παιδί το οποίο διαθέτει IQ άνω του 146, δημιουργικό τρόπο σκέψης και έμφυτα κίνητρα. Τα κριτήρια αυτά μπορούμε να τα διαγνώσουμε μέσα από διαφορετικά τεστ που εντέλει μας δίνουν την τελική αξιολόγηση για κάθε παιδί» εξηγεί η κυρία Λωρέττα Θωμαΐδου, επίκουρη καθηγήτρια Αναπτυξιακής Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπεύθυνη της Μονάδας Ανάπτυξης Παιδιατρικής του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού». Η εν λόγω μονάδα, μεταξύ άλλων, διενεργεί διάγνωση χαρισματικών και ταλαντούχων παιδιών, έλεγχο της σχολικής ετοιμότητας και έγκαιρη ανίχνευση των αποκλίσεων από το φυσιολογικό. «Η επιστήμη διακρίνει ανάμεσα στα ταλαντούχα και στα χαρισματικά παιδιά. Τα πρώτα έχουν εξαιρετικές ικανότητες σε συγκεκριμένο τομέα της τέχνης ή της επιστήμης (π.χ. μουσική, ζωγραφική, μαθηματικά, σκάκι κτλ.) και αντιστοιχούν στο 1% - 2% του πληθυσμού. Τα δεύτερα έχουν εξαιρετικές ικανότητες σε δύο ή περισσότερους τομείς και αντιπροσωπεύουν κάτω του 1% του πληθυσμού» τονίζει η ίδια.

Το σχολείο δεν μπορεί
Η κουλτούρα μας αντιλαμβάνεται τα χαρισματικά παιδιά ως μία κοινωνική ελίτ, για την οποία το «ευλογημένο» DNA έχει εξασφαλίσει ακαδημαϊκή και επαγγελματική επιτυχία. Οπως εξηγούν οι ειδικοί ωστόσο η αλήθεια απέχει παρασάγγας. «Στην πραγματικότητα τα χαρισματικά παιδιά συχνά καταλήγουν να θεωρούνται… κακοί μαθητές. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να χωρέσει τους πάντες στον μέσο όρο. Ως αποτέλεσμα, τα χαρισματικά παιδιά δεν νιώθουν καμία πρόκληση, βαριούνται, αποστασιοποιούνται και καταλήγουν να απομονώνονται. Ορισμένα γίνονται υπερκινητικά ή άτακτα και οι δάσκαλοί τους τα χαρακτηρίζουν αυθάδη» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Αλέξανδρος Παπανδρέου, αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της MENSA, μιας διεθνούς οργάνωσης της οποίας τα μέλη έχουν δείκτη νοημοσύνης που ανήκει στο 2% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Με στόχο να ευαισθητοποιήσει την ελληνική κοινωνία αναφορικά με τις ανάγκες των χαρισματικών παιδιών, η MENSA διοργάνωσε πρόσφατα ημερίδα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τίτλο «Τα χαρισματικά παιδιά και οι ιδιαίτερες ανάγκες τους». «Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ως κοινωνία ότι ένας χαρισματικός άνθρωπος χρειάζεται τη βοήθειά μας. Τα χαρισματικά παιδιά όμως είναι πράγματι παιδιά με "ειδικές ανάγκες". Το ελληνικό σχολείο κατηγοριοποιεί τους μαθητές με βάση την επίδοση και τους βαθμούς. Αντιθέτως, θα όφειλε να τους προσεγγίζει με βάση τον δείκτη νοημοσύνης και τις ειδικές τους ικανότητες» τονίζει ο ίδιος.

Πρότυπο οι ΗΠΑ
Το εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παράδειγμα προς μίμηση, σύμφωνα με την κυρία Αννα Αθανασοπούλου, η οποία είναι εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ, όπου μεταξύ άλλων διδάσκει μαθηματικά στα… ελληνικά, σε παιδιά που έχουν πιστοποιηθεί ως χαρισματικά. «Από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και τακτικά, κάθε δύο χρόνια, τα παιδιά υποβάλλονται σε τεστ αντιληπτικής ικανότητας και δείκτη νοημοσύνης, ενώ στο Γυμνάσιο δημιουργούνται ειδικές διδακτικές ομάδες, ανάλογα με τις ικανότητες των παιδιών. Στο Λύκειο υπάρχουν ειδικές τάξεις που ονομάζονται "Προχωρημένης Τοποθέτησης" (Advanced Placement) για χαρισματικούς μαθητές, όπου το επίπεδο αντιστοιχεί στα αντίστοιχα πανεπιστημιακά μαθήματα. Αν μάλιστα οι μαθητές λάβουν πάνω από έναν συγκεκριμένο βαθμό αναγνωρίζεται ότι έχουν περάσει το αντίστοιχο μάθημα σε συγκεκριμένα πανεπιστήμια!» εξηγεί η ίδια.

Παράθυρα διάκρισης
Αναζητώντας τους επόμενους «Στιβ Τζομπς»

Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τα χαρισματικά παιδιά; Λαμπρά παραδείγματα χαρισματικών «κακών» μαθητών - όπως ο Στιβ Τζομπς και ο Αλμπερτ Αϊνστάιν - έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου γιατί κατάφεραν, παρά τα αντίθετα προγνωστικά, να διακριθούν στην επαγγελματική και ακαδημαϊκή τους καριέρα. Πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει τους δικούς της εκπροσώπους στο διεθνές στερέωμα των χαρισματικών ανθρώπων; Στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να «εκμεταλλευτούν» τις ρυθμίσεις του νόμου για τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ο οποίος στην πραγματικότητα έχει γραφτεί για παιδιά με νοητική υστέρηση ή μαθησιακές δυσκολίες) για να εισαγάγουν ειδικές διαδικασίες και ρυθμίσεις για τα χαρισματικά παιδιά, όπως για παράδειγμα την εγγραφή στο δημοτικό σχολείο ένα χρόνο νωρίτερα.
«Οπως είναι το σύστημα διαμορφωμένο, δεν υπάρχει κάποιος θεσμικός τρόπος να ενισχυθούν αυτά τα παιδιά. Υπάρχουν όμως φωτισμένοι δάσκαλοι με όρεξη οι οποίοι οργανώνουν απογευματινούς ομίλους ή χωριστές ομάδες με βάση τις ικανότητες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών, σε τομείς όπως η τέχνη, η φυσική, τα μαθηματικά, η ιστορία, το σκάκι κτλ. Αλλοι καθηγητές, κυρίως σε ιδιωτικά σχολεία, προσπαθούν να κάνουν τον λεγόμενο "εμπλουτισμό" της ύλης, δηλαδή να διδάσκουν την ύλη σε περισσότερο βάθος για ορισμένα παιδιά, χωρίς να τα αποσπάσουν από την "κοινωνική ομάδα" της τάξης» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Αθανάσιος Τσιάμης, εκπαιδευτικός ψυχολόγος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας για την Προαγωγή της Εκπαίδευσης των Δημιουργικών, Ταλαντούχων, Χαρισματικών Παιδιών και Εφήβων (ΔΗΧΑΤΑΠΕ).
Μία από τις πιο διαδεδομένες δραστηριότητες για χαρισματικά παιδιά είναι η συμμετοχή στους διαγωνισμούς της Μαθηματικής Εταιρείας, στους οποίους λαμβάνουν μέρος περίπου 15.000 μαθητές κάθε χρόνο. «Οι εκπαιδευτικοί που συμμετέχουμε είμαστε όλοι εθελοντές και διοργανώνουμε αφιλοκερδώς τους διαγωνισμούς και τα μετέπειτα "σεμινάρια προετοιμασίας" για τα παιδιά που διακρίνονται και συμμετέχουν στη Βαλκανιάδα και στην Ολυμπιάδα. Στόχος στους εν λόγω διαγωνισμούς δεν είναι ο ανταγωνισμός, όπως πολλοί γονείς εσφαλμένα νομίζουν. Αντιθέτως, είναι η δημιουργική απασχόληση και η πρόκληση για το μυαλό, ώστε τα χαρισματικά μυαλά να αναδειχθούν» τονίζει ο κ. Ιωάννης Τυρλής, μέλος και πρώην γενικός γραμματέας της Μαθηματικής Εταιρείας.

Πηγή: http://www.tovima.gr/


Τα μυστικά της επαγγελματικής συνέντευξης επιλογής!



Συνέδριο Επαγγελματικού Προσανατολισμού "Επαγγελματικός προσανατολισμός και οικονομική κρίση"
Βόλος, 11-12 Μαϊου 2012



«ΜΕ ΚΑΛΕΣΑΝ ΓΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΚΑΝΩ;»
 ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Καλλιόπη Σωτηράκη & Λουκία Τσάνα
Γραφείο Διασύνδεσης Πανεπιστημίου Στερεάς Ελλάδας


Ποια είναι τα μυστικά για μία επιτυχημένη παρουσία στην επαγγελματική συνέντευξη  επιλογής; Τι θέλει να ακούσει ο εργοδότης από τους υποψήφιους; Γιατί είναι σημαντική η γλώσσα του σώματος; Στόχος του εργαστηρίου είναι η εξοικείωση των συμμετεχόντων με τη φιλοσοφία και το κλίμα της συνέντευξης επιλογής καθώς και με τα χαρακτηριστικά εκείνα που συνιστούν έναν κατάλληλα προετοιμασμένο υποψήφιο εργαζόμενο. Μέσα από βιωματικές ασκήσεις, οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να προετοιμαστούν για πιθανές ερωτήσεις και καταστάσεις που ενδεχομένως αντιμετωπίσουν σε μία συνέντευξη επιλογής και να ευαισθητοποιηθούν.  Το εργαστήρι έχει καθαρά πρακτικό χαρακτήρα και απευθύνεται σε φοιτητές, απόφοιτους, ανέργους, εργαζόμενους και γενικώς σε οποιοδήποτε ενήλικα επιθυμεί να ενισχύσει τις δεξιότητες παρουσίασης του εαυτού του.

Λέξεις κλειδιά: συνέντευξη επιλογής, εργασία, γλώσσα σώματος, αυτογνωσία


Τι θέλουν οι εργοδότες; Μία…διαφορετική νοημοσύνη!

Μία έρευνα που έγινε σε Αμερικανούς εργοδότες αποκαλύπτει ότι πάνω από τα μισά άτομα που δουλεύουν γι’αυτούς δεν διαθέτουν κίνητρα για διαρκή μάθηση και συνεχή βελτίωση στην εργασία τους. Τέσσερις στους δέκα δεν είναι σε θέση να δουλέψουν σε συνεργασία με συναδέλφους, ενώ μόλις το 19 τοις εκατό από εκείνους που κάνουν αιτήσεις για την πρώτη τους δουλειά διαθέτουν αρκετή αυτοπειθαρχία στις εργασιακές τους συνήθειες.
Όλο και περισσότεροι εργοδότες παραπονούνται για την έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων στους νεοπροσληφθέντες. Όπως είπε ένα στέλεχος μίας μεγάλης αλυσίδας εστιατορίων: «Πάρα πολύ νέοι άνθρωποι δεν δέχονται την κριτική. Γίνονται αμυντικοί ή επιθετικοί όταν οι άλλοι τους προσφέρουν ανατροφοδότηση σχετικά με την επίδοσή τους. Αντιδρούν στην ανατροφοδότηση που αφορά την επίδοση σαν να επρόκειτο για προσωπική επίθεση.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στους νέους εργαζόμενους, ισχύει και για κάποια πεπειραμένα στελέχη. Στον κόσμο της δεκαετίας του 1960 και του 1970, οι άνθρωποι προόδευαν φοιτώντας στα κατάλληλα σχολεία όπου επιδίωκαν καλές επιδόσεις. Ωστόσο ο κόσμος είναι γεμάτος από καλά εκπαιδευμένους κάποτε πολλά υποσχόμενους άνδρες και γυναίκες που «βάλτωσαν» στην καριέρα τους – ή ακόμη χειρότερα εκτροχιάστηκαν – λόγω σημαντικών κενών στη συναισθηματική τους νοημοσύνη.
Μία έρευνα σε εθνικό επίπεδο σχετικά με το τι ζητούν οι εργοδότες από τους υπαλλήλους που προσλαμβάνουν έδειξε ότι οι αποκτηθείσες μέσω της εκπαίδευσης δεξιότητες είναι πλέον λιγότερο σημαντικές από τη βασική ικανότητα να μαθαίνει κανείς μέσα στη δουλειά. Εκτός από αυτό, οι εργοδότες ανέφεραν ως σημαντικά τα ακόλουθα:
•    Την ικανότητα προσεκτικής ακρόασης και τη λεκτική επικοινωνία
•    Την προσαρμοστικότητα και τις δημιουργικές αντιδράσεις σε αναποδιές.
•    Τη σωστή διαχείριση του εαυτού, την αυτοπεποίθηση, τα κίνητρα για την επίτευξη των στόχων, την επιθυμία προώθησης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας και το αίσθημα της υπερηφάνειας για τα επιτεύγματα στην εργασία.
•    Την ομαδική και διαπροσωπική αποτελεσματικότητα, την ικανότητα για συνεργασία και ομαδική εργασία, τις δεξιότητες στη διαπραγμάτευση των διαφωνιών.
•    Την αποτελεσματικότητα μέσα στον οργανισμό, την επιθυμία για συνεισφορά, τις ηγετικές ικανότητες.
Από επτά επιθυμητά χαρακτηριστικά, μόνο το ένα είχε σχέση με τη σχολική εκπαίδευση: η ικανότητα στη γραφή, στην ανάγνωση και στα μαθηματικά. Από μία μελέτη σχετικά με τις απαιτήσεις των εταιρειών για την πρόσληψη πτυχιούχων με μεταπτυχιακές σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων προκύπτει ένας ανάλογος κατάλογος. Οι τρεις πλέον επιθυμητές ικανότητες είναι οι δεξιότητες επικοινωνίας, οι διαπροσωπικές δεξιότητες και η πρωτοβουλία.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Goleman, D. (2011). Η συναισθηματική νοημοσύνη στο χώρο της εργασίας. Αθήνα: Πεδίο.

Σύγκρουση Εργασίας-Οικογένειας: Πώς Επηρεάζει τη Διατροφή των Εργαζόμενων;

Οι αυξανόμενες απαιτήσεις από την εργασία, σε συνδυασμό με τις ανάγκες της οικογένειας, συντελούν στην έξαρση της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο τομείς και η κατανομή του χρόνου αποτελεί δύσκολη υπόθεση για το σύγχρονο εργαζόμενο. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι πολλές ώρες απασχόλησης δεν αφήνουν περιθώριο χρόνου και ενέργειας για την προετοιμασία των οικογενειακών γευμάτων, τα οποία αποτελούν πλέον προνόμιο λίγων οικογενειών και συχνά έχουν χαμηλή διατροφική αξία. Το άγχος που προκαλείται από τη σύγκρουση εργασίας-οικογένειας έχει συνδεθεί με την έλλειψη σωματικής και πνευματικής υγείας (Frone, 2003˙Frone et al., 1996), κυρίως στους εργαζόμενους με μικρή αίσθηση ελέγχου στη δουλειά τους (Tausig & Fenwick, 2001).
Δεδομένου ότι όλο και περισσότερες μητέρες εργάζονται, ο χρόνος που αφιερώνεται για την προετοιμασία του φαγητού στο σπίτι έχει μειωθεί (Bianchi, 2000). Είναι ενδιαφέρον ότι στο διάστημα από το 1965 έως το 1995, η συνολική διάρκεια για την προετοιμασία των γευμάτων μειώθηκε κατά 39% στις Ηνωμένες Πολιτείες (Sayer, 2001˙Shelton, 1992). Ταυτόχρονα, υπήρξε μία αύξηση στην κατανάλωση γευμάτων εκτός σπιτιού, τα οποία, τις περισσότερες φορές, ήταν πλούσια σε θερμίδες, λίπη και ζάχαρη, και πτωχά σε φρούτα και λαχανικά (Blisard, Lin, Cromartie, & Ballenger, 2002˙Guthrie, Lin, & Frazao, 2002).
Αν αναλογιστεί κανείς ότι η διατροφή των γονέων διαμορφώνει και τη διατροφή των παιδιών τους, αφού αποτελούν πρότυπα συμπεριφοράς και τις περισσότερες φορές είναι εκείνοι που ετοιμάζουν το γεύμα των μικρών, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι η παρακίνησή τους για ισορροπημένες διατροφικές συνήθειες μπορεί να συντελέσει στη διατήρηση της υγείας των παιδιών (Patrick & Nicklas, 2005).
H υπερχείλιση των υποχρεώσεων από την εργασία στην οικογένεια μπορεί να οδηγήσει σε κατανάλωση αλκοόλ (Grunberg, Moore, & Greenberg, 1998), λιγότερα γεύματα (Doumas, Margolin, & John, 2003) και δυσαρέσκεια του ατόμου από τις διατροφικές επιλογές του (Devine, Connors, Sobal, & Bisogni, 2003). Στην περίπτωση που η εργασία των γονέων είναι ιδιαίτερα απαιτητική, δεν έχουν το περιθώριο χρόνου και ενέργειας για να ασχοληθούν με την προετοιμασία του φαγητού στο σπίτι και την ισορροπία στη διατροφή των μελών της οικογένειας.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, όπως για παράδειγμα η χαμηλή θέση στην ιεραρχία (Marmot, Smith, Stansfield,  Patel, North, & Head et al., 1991), το φτωχό περιβάλλον εργασίας (Sacker, Bartley, Firth, & Fitzpatrick, 2001), οι υψηλές απαιτήσεις (Hellerstedt & Jeffery, 1997), και η χαμηλή αίσθηση ελέγχου στην εργασία (Ng & Jeffery, 2003˙Wickrama, Conger, & Lorenz, 1995), έχουν συνδεθεί με χαμηλότερης ποιότητας διατροφή των εργαζόμενων σε σχέση με εκείνους που καταλαμβάνουν υψηλότερες θέσεις (Cohen, Stoddard, Sarouhkhanians, & Sorensen, 1998). Επιπλέον, η απασχόληση με βάρδιες καθώς και η απασχόληση σε δύο ή περισσότερα περιβάλλοντα εργασίας μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα των εργαζόμενων για συμμετοχή στα οικογενειακά γεύματα.
Εκτός, όμως, από τις εργασιακές, έχει προκύψει ότι και οι οικογενειακές συνθήκες συντελούν στις διατροφικές συνήθειες των εργαζόμενων. Οι ρόλοι των μελών της οικογένειας είναι καθοριστικοί και διαμορφώνουν την καθημερινότητά της. Έχει βρεθεί ότι η συμμετοχή όλων των μελών στα οικογενειακά γεύματα, συνδέεται με καλύτερης ποιότητας διατροφή των παιδιών (Gillman, Rifas-Shiman, Frazier, Rockett, Camargo, & A. Field et al., 2000˙Neumark-Sztainer, Hannan, Story, Croll, & Perry, 2003).
Τέλος, σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι διαδραματίζουν και τα ατομικά χαρακτηριστικά των εργαζόμενων στη διατροφική τους συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες, οι ώριμοι ενήλικες, και οι ενήλικες με υψηλή μόρφωση και εισόδημα, συνηθίζουν να έχουν καλής ποιότητας διατροφή (Berrigan, Dodd, Troiano, Krebs-Smith, & Barbash, 2003˙Li, Serdula, Bland, Mokdad, Bowman, & Nelson, 2000).
Στην έρευνα των Devine, Jastran, Jabs, Wethington, Farell, & Bisogni (2006) σχετικά με το ρόλο των εργασιακών απαιτήσεων στις διατροφικές συνήθειες χαμηλόμισθων υπαλλήλων, προέκυψε ότι η αρνητική υπερχείλιση από την εργασία στην οικογένεια επηρέασε σημαντικά τους συμμετέχοντες στη διατροφή που ακολουθούσαν. Στην προσπάθειά τους να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της εργασίας, κατανάλωναν γρήγορα γεύματα, κακής ποιότητας, επιβαρύνοντας την υγεία τους.
Οι ίδιοι ερευνητές ανέφεραν ότι είναι απαραίτητο να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισης της σύγκρουσης των εργασιακών και οικογενειακών απαιτήσεων, με στόχο την πρόληψη της υγείας των εργαζόμενων αλλά και των παιδιών τους. Υποστήριξαν τη μείωση των στρεσογόνων παραγόντων της εργασίας, την παροχή διατροφικά ισορροπημένων γευμάτων στο σχολείο και τη δουλειά κ.ά.

Χαρισματικοί Μαθητές: Γιατί Έχουν Ανάγκη Συμβουλευτικής Υποστήριξης;

«Χαρισματικό (gifted) ή ταλαντούχο (talented) είναι το άτομο που δείχνει ή έχει το δυναμικό για μία ιδιαίτερα υψηλή ή ξεχωριστή απόδοση σε έναν ή περισσότερους τομείς» (Τσιάμης, 2006). Η ανάγκη για συμβουλευτική υποστήριξη των χαρισματικών ατόμων έχει επισημανθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα και αφορά κυρίως τις κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν λόγω της ιδιαιτερότητάς τους. Τα χαρισματικά άτομα έχουν ανάγκες για συμβουλευτική υποστήριξη, καταρχήν όμοιες με εκείνες όλων των άλλων ανθρώπων. Επειδή όμως διαφέρουν αρκετά από τους άλλους  ως προς τα είδη και το επίπεδο των ιδιαίτερων ικανοτήτων και κινήτρων τους, ως προς τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν, αλλά και ως προς άλλα προσωπικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, χρειάζονται ιδιαίτερη συμβουλευτική αντιμετώπιση (Μαλικιώση-Λοϊζου, 2008).
Έχει προκύψει λοιπόν ότι τα χαρισματικά παιδιά έχουν ειδικές ανάγκες και χρειάζονται ειδική αντιμετώπιση, γιατί διαφέρουν σημαντικά από το μέσο άτομο. Κλινικοί και συμβουλευτικοί ψυχολόγοι που εργάζονται με χαρισματικά παιδιά και τις οικογένειές τους, δηλώνουν την ανάγκη ενασχόλησής τους με ζητήματα συναισθηματικής φύσεως που συνδέονται με τη χαρισματικότητά των παιδιών, όπως είναι για παράδειγμα, η ανάπτυξη ταυτότητας, η τελειομανία, η εσωστρέφεια, η ευαισθησία, οι σχέσεις με τους συνομιλήκους κ.ά. (Jackson & Peterson, 2003; Mendaglio, 2003; Peterson, 2003; Silverman, 1993a). 
Σε αντίθεση με τη συνήθη εκπαιδευτική και επαγγελματική συμβουλευτική που απαιτείται για όλους τους άλλους μαθητές καθώς πλησιάζουν στην αποφοίτηση από το Λύκειο, οι χαρισματικοί μαθητές – από τις χαμηλότερες τάξεις έως το Λύκειο- χρειάζονται επιπλέον βοήθεια σε διάφορα προσωπικά, κοινωνικά, οικογενειακά θέματα καθώς και στην επίλυση εκπαιδευτικών ή επαγγελματικής φύσεως προβλημάτων.
Πολλοί επιστήμονες εξειδικευμένοι στην εκπαίδευση των χαρισματικών μαθητών υποστηρίζουν ότι η συμβουλευτική και η καθοδήγηση είναι ουσιώδεις για την πλήρη ανάπτυξη των χαρισματικών παιδιών και θα έπρεπε να αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο κάθε προγράμματος υποστήριξης (π.χ. Bireley & Genshaft, 1991; Colangelo, 2003; Delisle, 1992; Gallagher, 1990, 1991a; Hebert, 2006; Landrum, 1987; Mahoney, 2006; Meckstroth, 2006; Neihart, 2006; Perrone, 1997; Robinson, 2006; Silverman, 1997; VanTassel-Baska, 1983; Webb, Meckstroth & Tolan, 2005).
Ένα δείγμα της ανάγκης για συμβουλευτική υποστήριξη αποτελεί το σύνηθες πρόβλημα της αίσθησης του διαφορετικού και της έλλειψης ταιριάσματος με την οικογένεια και τους φίλους στα χαρισματικά παιδιά και τους χαρισματικούς εφήβους. Οι ευφυείς μαθητές συχνά γίνονται ιδεαλιστές και η βαθυστόχαστη σκέψη τους συνοδεύεται από έντονο ενδιαφέρον για ζητήματα ηθικής και δικαιοσύνης. Τα προσωπικά και οικογενειακά τους προβλήματα περιλαμβάνουν διαμάχες με τα αδέλφια, τους συνομήλικους και κυρίως με τους γονείς (Peterson, 2008). Επίσης, σημαντικά ζητήματα αποτελούν η αντίσταση στην εξουσία, η κατάθλιψη, η απόσυρση και μερικές φορές ο αλκοολισμός, ο εθισμός στα ναρκωτικά, η αντικοινωνική συμπεριφορά, ακόμα και η αυτοκτονία (π.χ. Blakeley, 2000; Cross, 1996; Fleith, 2001).
Εκτός όμως από τις συναισθηματικές αυτές δυσκολίες, πολλοί από τους ταλαντούχους μαθητές αισθάνονται πλήξη με τα μαθήματα του σχολείου, γεγονός το οποίο συχνά τους οδηγεί σε απάθεια και χαμηλή επίτευξη (Rimm, 2008). Εντυπωσιακή είναι η εκτίμηση ότι ποσοστό 18% έως 25% των εγκαταλείψεων των σπουδών αφορούν χαρισματικούς μαθητές (Salorzano, 1983; Renzulli & Park, 2000). Σύμφωνα με τον Sadowski (1987), οι εγκαταλείψεις των σπουδών από αυτή την κατηγορία μαθητών συνδέονται κυρίως με οικογενειακές δυσκολίες, κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών, έλλειψη κινήτρου στο σχολείο, αντίσταση στην εξουσία, περιορισμένες σχέσεις με τους συνομηλίκους και δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής. Ο ίδιος αναφέρει ότι τόσο η συμβουλευτική υποστήριξη στο σχολείο όσο και η επικοινωνία με τους γονείς τους ήταν ανεπαρκείς.
Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να ευαισθητοποιείται η ακαδημαϊκή κοινότητα στις ιδιαιτερότητες των χαρισματικών παιδιών. Πέρα όμως από τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες αυτών των παιδιών, κρίνεται απαραίτητο να στραφεί η προσοχή στις αυξημένες ανάγκες τους για συμβουλευτική υποστήριξη με στόχο την αντιμετώπιση των συναισθηματικών δυσκολιών που συνοδεύουν τη χαρισματικότητα. Συνεπώς, καλούνται οι επαγγελματίες που θα υποστηρίξουν τους χαρισματικούς μαθητές να έχουν γνώση της ιδιαιτερότητας της ανάπτυξής τους ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις αναπτυξιακές και συναισθηματικές τους ανάγκες.

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από:
Αντωνίου, Α.-Σ., & Σωτηράκη, Κ. (2011). Επιτακτική η ανάγκη συμβουλευτικής υποστήριξης και στους χαρισματικούς μαθητές. Στο: Εταιρεία Ειδικής Παιδαγωγικής Ελλάδος (Επιμ.) Η Ειδική Αγωγή Αφετηρία Εξελίξεων στην Επιστήμη και την Πράξη (Τόμος Δ’, σελ. 264-276).  Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.